Την 11η Σεπτεμβρίου 2001, μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης συντονίστηκε γύρω από ένα σύνθημα: «Καλά να πάθουν». Υποτίθεται πως ό,τι συνέβη ήταν ένα μάθημα προς την Αμερική, που αμφισβήτησε στην πράξη τον ιμπεριαλισμό της και την παγκόσμια κυριαρχία της. Οι δέσμιοι προκαταλήψεων και των εξαπλουστευμένων αντιλήψεων για τις διεθνείς σχέσεις δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι η επίθεση εκείνη ήταν ένα χτύπημα στον δυτικό τρόπο ζωής, στα δικαιώματα και στις ελευθερίες, στη διεκδίκηση των απολαύσεων, υλικών και πνευματικών –σε ό,τι κάνει τη ζωή άξια να τη ζεις. Και βρέθηκαν να υποστηρίζουν το σκοτάδι.

Δεκατρία χρόνια έχουν περάσει από τότε. Η βασική αντίληψη της ελληνικής κοινής γνώμης για τους Αμερικανούς δεν έχει αλλάξει, αλλά το τελευταίο διάστημα, έτσι όπως πάμε, επινοούμε συνεχώς κι άλλους εχθρούς. Στους τελευταίους συγκαταλέγονται, το τελευταίο διάστημα, οι τζιχαντιστές (οι επίγονοι των άλλοτε τιμωρών του ιμπεριαλισμού) που, στα καθ’ ημάς, έχουν τα χαρακτηριστικά των μεταναστών από τις χώρες που έχουν πόλεμο, φτώχεια και αυταρχισμό. Των φτωχών ανθρώπων, δηλαδή, που μη έχοντας στον ήλιο μοίρα βρέθηκαν στη χώρα μας διεκδικώντας ένα κομμάτι ψωμί.

Η αλήθεια είναι ότι όπου κόβουν ξύλα πέφτει και πριονίδι. Κι ότι όταν είσαι ανήμπορος και διωγμένος, στερημένος και μόνος, είναι πιθανόν να βρεθείς ένοχος σοβαρής παραβατικότητας. Γι’ αυτό υπάρχουν τα οργανωμένα κράτη, όμως, για να προλαμβάνουν ή να συλλαμβάνουν την παραβατικότητα. Διότι, κατά τα άλλα, η πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση με ένα νέο κύμα προκαταλήψεων που έχει αρχίσει καιρό τώρα να κυκλοφορεί στην ελληνική κοινωνία. Προκαταλήψεων που αποδίδουν στους ξένους τα χαρακτηριστικά αιμοσταγών τζιχαντιστών που επιβουλεύονται τις ελευθερίες μας, το επίπεδο της ζωής μας, τον πολιτισμό μας. Αυτή η αντίληψη μετατρέπει τον κάθε Χασάν σε δυνάμει δολοφόνο.

Πολλές πλάνες σε λίγες λέξεις. Και μια μεγάλη: οι κοινωνίες μας δεν διαχωρίζουν τους ανθρώπους βάσει των πολιτιστικών αναφορών τους, βάσει του θρησκεύματός τους, βάσει της ενδυματολογίας τους, βάσει της καταγωγής τους. Ο μεγάλος διαχωριστικός μίτος είναι ο νόμος. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να είναι ό,τι θέλει, αρκεί να μην παραβιάζει τους νόμους. Το υπαρκτό πρόβλημα της μετανάστευσης δεν αντιμετωπίζεται ούτε με ξόρκια ούτε με πογκρόμ, αλλά με κεντρικό σχεδιασμό και ένταξη των ανθρώπων, όσων αντέχει η κοινωνία, όσων επιβάλλει ο ανθρωπισμός κι όσων προβλέπουν οι συνθήκες, στον κοινωνικό ιστό.

Η γενίκευση και ο πανικός που κυριαρχεί είναι ο ευκολότερος τρόπος να παραδοθεί η κοινωνία στην παράνοια του φόβου και στις αυταρχικές ιδεολογίες που ανακαλεί. Οφείλουμε να μην τους παραδοθούμε.