Οι Ελληνες είχαν ακόμη αυταπάτες. Παρασυρμένοι από τους ίδιους τους ρυθμούς της ζωής τους και από την αβάσταχτη ελαφρότητα του πολιτικού συστήματος, που είτε δεν ήθελε είτε δεν μπορούσε να περιγράψει τις συνέπειες, οι πολίτες καλά καλά αδυνατούσαν να πιστέψουν ότι η χώρα χρεοκόπησε. Στις 5 Μαΐου 2010 και ενώ η Βουλή συζητούσε την έγκριση ή μη υπαγωγής της ελληνικής οικονομίας σε Μνημόνιο, τα συνδικάτα κήρυξαν απεργία (στην οποία συμμετείχαν και οι δημοσιογράφοι), στη διάρκεια της οποίας διοργανώθηκε μια ογκώδης πορεία προς τη Βουλή.

Ενώ η πορεία εξελισσόταν και ενώ, όπως συνήθως, είχαν αρχίσει τα επεισόδια, με πετροπόλεμο, μολότοφ και δακρυγόνα, κάποιοι, άγνωστοι ακόμη, κουκουλοφόροι (που προηγουμένως είχαν αποτύχει να καταστρέψουν το βιβλιοπωλείο Ιανός) έσπασαν τα τζάμια του υποκαταστήματος της τράπεζας Μαρφίν στην οποία υπήρχαν εργαζόμενοι και την πυρπόλησαν. Αποτέλεσμα, ο θάνατος τριών εργαζομένων: της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, της Παρασκευής Ζούλια και του Επαμεινώνδα Τσάκαλη.

Εχουν ειπωθεί πολλά τουλάχιστον για αδιαφορία κάποιων διαδηλωτών να βοηθήσουν τους εργαζομένους στην τράπεζα. Τους θεώρησαν άραγε ταξικούς εχθρούς που δεν απεργούσαν, άρα δεν ήταν από αυτούς. Και το δημοκρατικό δικαίωμα της επιλογής να συνταχθούν ή όχι με το συνδικάτο; Το δικαίωμα της διαφωνίας; Ή, έστω, την ανάγκη των υπαλλήλων της τράπεζας να εργαστούν ή τις πιέσεις που ίσως υπέστησαν τα σκέφτηκε κανείς;

Η ουσία είναι ότι το κίνημα «εναντίον του Μνημονίου», που πολύμορφο και χωρίς να αποκλείει τη βία συνέχισε να κάνει έντονη την παρουσία του στο Κέντρο της πρωτεύουσας δεν αισθάνθηκε αλληλεγγύη για τα θύματα της Μαρφίν. Λίγες ημέρες μετά, οι συγκριτικά ελάχιστοι πολίτες που συγκεντρώθηκαν με κεριά για να τιμήσουν τη μνήμη τους αλλά και να διεκδικήσουν μια κοινωνία δημοκρατικής συνεννόησης και ειρηνικού διαλόγου, μια κοινωνία που περιθωριοποιεί τη βία, αντιμετωπίστηκαν ειρωνικά ως οι άνθρωποι «με τα ρεσό».

Τέσσερα χρόνια μετά, η χώρα δεν είναι ίδια. Η κοινωνική κρίση, ανάμεσα σε πολλά άλλα, γέννησε ακραίες πολιτικές εκφράσεις διαμαρτυρίας, γέννησε ένα νεοναζιστικό κόμμα ενώ δίνει επιχειρήματα στην αριστερή τρομοκρατία να συνεχίζει τη δράση της.

Ωστόσο, το έγκλημα της Μαρφίν, οι ατιμώρητοι άγνωστοι εμπρηστές και οι αδικαίωτοι νεκροί, τους οποίους έφαγε απλώς το σκοτάδι, διατηρούν συνεχώς στην επικαιρότητα το ένα και βασικό αίτημα: η βία δεν μπορεί να είναι τρόπος διεκδίκησης ούτε διαμαρτυρίας, δεν μπορεί να είναι τρόπος άσκησης πολιτικής. Η ζωή είναι το υπέρτατο ανθρώπινο δικαίωμα και δεν δικαιούται κανείς να μην το υπερασπίζεται, ούτε πολύ περισσότερο να το στερεί.

Να μην ξεχάσουμε τα ονόματα των νεκρών της Μαρφίν.