Ολα ήταν γραμμένα. Ολα θα κυλούσαν κατά τον αναπόδραστο μαρξιστικό ντετερμινισμό. Με μάνα τη δυστυχία και μαμμή την οργή, θα ‘ρχόταν αργά ή γρήγορα η εξουσία. Οι κολασμένοι θα ενέδιδαν επιτέλους στις ιδέες – που πριν από το Μνημόνιο αποστρέφονταν σε ποσοστό 95%.

Αλλά, φευ! Το πεπρωμένο αρνείται να συμβεί. Αν πιστέψει κανείς τις δημοσκοπήσεις, οι κολασμένοι εξακολουθούν να αντιστέκονται στην προδιαγεγραμμένη «ριζοσπαστικοποίησή» τους. Μα γιατί;

Γιατί το «νέο» που κάλπαζε ασυγκράτητο αποκαλύπτεται ως συντηρητική περιχαράκωση στο δόγμα και το κόμμα. Κάλπαζε, αλλά παρέμενε ανίκανο να αποκτήσει στέρεα ερείσματα στην κοινωνία. Γιατί η πλειοψηφία των δοκιμαζόμενων Ελλήνων δεν αμφιβάλλει για τα στοιχειώδη. Αυτοί, οι πολλοί του συκοφαντημένου Κέντρου, μπορεί να καταλήφθηκαν κάποτε απ’ τον θυμό, αλλά η κακουχία δεν τους μεταμόρφωσε σε μαδουρίστας έτοιμους να παίξουν στα ζάρια το ευρωπαϊκό τους μέλλον για χάρη ενός ανύπαρκτου σοσιαλισμού.

Ναι, ο τοκισμός της δυστυχίας, η διχαστική ρητορική, η μηδενιστική ελεεινολογία μπορεί κάποτε να καβάλησαν το κύμα. Ομως, αυτή είναι η μοίρα των κομμάτων διαμαρτυρίας: Υπάρχουν μόνο χάρη σε αυτό που αρνούνται – και εκλείπουν όταν αυτό εκλείπει. Ετσι κι οι χασαπόγλωσσοι: αν τους πάρεις το Μνημόνιο, δεν θα ‘χουν πια τίποτε να πουν.