Ηταν ένα χειμωνιάτικο πρωινό του περασμένου Ιουλίου –χειμωνιάτικο για την Αργεντινή –όταν η Κριστίνα Κίρτσνερ ανέπεμψε στο έθνος τα χαρμόσυνα νέα: Η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να αυξήσει τον κατώτατο μισθό κατά 25%!

Η Presidenta το ‘πε και το ‘κανε. Από τα 2.875 πέσο ο μισθός ανέβηκε στα 3.600. Τα θεαματικά αποτελέσματα αυτής της πονετικιάς πολιτικής αναδεικνύονται αν αποδώσουμε τα μεγέθη σε ευρώ: ο εργαζόμενος στην Αργεντινή αμειβόταν τουλάχιστον με 395 ευρώ τον μήνα, ενώ τώρα, μετά την αύξηση, παίρνει 333 ευρώ…

Δεν είναι παράδοξο. Η μητερούλα είχε κάνει το φιλολαϊκό της χρέος, αλλά εν τω μεταξύ η οικονομική πραγματικότητα την είχε εκδικηθεί: το νόμισμα είχε βυθιστεί. Ο πληθωρισμός είχε αποχαλινωθεί.

Από το 2001, οπότε η Αργεντινή όρθωσε υπερηφάνως το ανάστημά της στους πιστωτές της, το νόμισμά της έχει υποτιμηθεί κατά 800% έναντι του δολαρίου. Η παραγωγική, ακραιφνώς εξαγωγική, οικονομία της Λατινικής Αμερικής, δεν ήταν «εγκλωβισμένη» –όπως λένε –σε σκληρό νόμισμα. Είχε, λέγανε, στη διάθεσή της το υπερόπλο των υποτιμήσεων.

Η λύση στην κρίση χρέους παρουσιαζόταν έτσι ως πρόβλημα που μπορούσε κανείς ανώδυνα να το προσπεράσει με μια γυροβολιά. Γιατί να υποστείς τον πόνο των μεταρρυθμίσεων; Αποκηρύσσεις κυριαρχικώς τις δανειακές σου υποχρεώσεις, υποτιμάς σβέλτα το νόμισμα και τραβάς λεβέντικα προς τη δόξα.

Ετσι οι πολιτικές αιτίες που οδηγούν στη χρεοκοπία μένουν ανέπαφες. Ο έρπης του περονισμού –του εθνικώς αυτάρεσκου σοσιαλίζοντος λαϊκισμού –καλπάζει ανίατος. Και απεργάζεται νέες χρεοκοπίες, βαθύτερη παρακμή, ερμητικότερη εθνική απομόνωση.

Μην πει μετά κανείς ότι το έργο δεν το ‘χε ξαναδεί.