Σε συνέντευξη που παραχώρησε τον περασμένο Οκτώβριο σε έξι ευρωπαϊκές εφημερίδες και απαντώντας στο ερώτημα πώς θα σώσει την Ευρώπη, ο Φρανσουά Ολάντ απάντησε πως έπρεπε να γίνουν τρία βήματα μέχρι το τέλος του χρόνου. Πρώτον, να επιλυθεί οριστικά η κατάσταση στην Ελλάδα και να εξασφαλιστεί η παραμονή της στο ευρώ. Δεύτερον, να επιβραβευθούν οι χώρες που έκαναν τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις μέσω ενός δανεισμού με λογικά επιτόκια. Τρίτον, να τεθεί σε ισχύ η τραπεζική ένωση.

Το «ελληνικό πρόβλημα» ασφαλώς δεν επιλύθηκε οριστικά, είναι αλήθεια όμως ότι τα σενάρια για την έξοδό μας από το ευρώ σταμάτησαν. Τα επιτόκια δανεισμού των «καλών μαθητών» μειώθηκαν, χωρίς αυτό να έχει όμως ακόμη αποτελέσματα στην καθημερινή ζωή των πολιτών τους. Οσο για την τραπεζική ένωση, προσέκρουσε στις αντιρρήσεις της Γερμανίας. Με αυτή την έννοια, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο Ολάντ καταβάλλει προσπάθειες. Απλώς μερικές φορές η πραγματικότητα αποδεικνύεται πιο σκληρή απ’ ό,τι περίμενε.

Στην τελευταία σύνοδο κορυφής, για παράδειγμα, ο Βορράς απαίτησε να ψηφιστεί ένας προϋπολογισμός λιτότητας για την επόμενη επταετία. Ο γάλλος Πρόεδρος διαφώνησε, αλλά τελικά αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έκανε και την εντελώς περιττή δήλωση ότι επήλθε ένας «καλός συμβιβασμός». Οι οπαδοί μιας αλληλέγγυας Ευρώπης μέτρησαν (ακόμη) μια ήττα. Ο Νότος αισθάνθηκε να εγκαταλείπεται. Και η ελπίδα ήλθε από μια απροσδόκητη πλευρά, από το Ευρωκοινοβούλιο, που σε μια σπάνια επίδειξη σύμπνοιας και αποφασιστικότητας διαμήνυσε ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει τον προϋπολογισμό ως έχει.

Ως Πρόεδρος της Γαλλίας, δηλαδή «όλων των Γάλλων» σύμφωνα με το γνωστό κλισέ, ο Ολάντ οφείλει να επιλύει προβλήματα και να επιδιώκει τη συναίνεση. Αυτό του κοστίζει κριτικές τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά. Οι πρώτοι τον κατηγορούν για ατολμία, οι δεύτεροι για «σοσιαλ-ηττοπάθεια», ενώ και οι δυο μαζί λένε πως αντί να λύσει τα προβλήματα της οικονομίας ασχολείται με τους γάμους των γκέι. Η δημοτικότητά του είναι χαμηλή, το 62% των Γάλλων είναι δυσαρεστημένο μαζί του. Χρειάζεται λοιπόν επειγόντως επιτυχίες στο εξωτερικό. Αλλά για να τις εξασφαλίσει πρέπει να έχει καθαρή γραμμή. Απέναντι στην Ελλάδα, όπου θα βρεθεί αύριο για έξι ώρες εν μέσω ενός εξωφρενικού δημοσιογραφικού μπλακάουτ, την έχει. Απέναντι στην Ευρώπη, όχι.

Στην ίδια εκείνη συνέντευξη του περασμένου Οκτωβρίου ο Ολάντ τόνιζε ότι η μεγαλύτερη απειλή σήμερα για την Ευρώπη είναι να πάψουν να την αγαπούν. Να τη θεωρούν στην καλύτερη περίπτωση ένα τσιγκούνικο ταμείο –όπου ο ένας ζητεί διαρθρωτικούς πόρους κι ο άλλος αγροτική πολιτική –και στη χειρότερη ένα σωφρονιστήριο. Κάπου εκεί βρισκόμαστε. Ακόμη μια προσπάθεια, πρόεδρε!