Ο Χιλιανός Λουίς Σεπούλβεδα είναι μια ιστορία από μόνος του. Είναι επίσης κομμάτι της ιστορίας των επαναστάσεων και των κινημάτων του 20ού αιώνα, οπότε ήδη ο τίτλος του καινούργιου του μυθιστορήματος «Το τέλος της Ιστορίας», που παραπέμπει στην πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, είναι προκλητικός και ελκυστικός. Ακόμη περισσότερο αν γνωρίζει κανείς κάποιες λεπτομέρειες της βιογραφίας του, όπως ότι ο 68χρονος σήμερα Σεπούλβεδα, πολύ πριν γίνει διάσημος συγγραφέας, υπήρξε φανατικός υποστηρικτής και μέλος της προσωπικής φρουράς του Σαλβαδόρ Αλιέντε, καταδικάστηκε από το καθεστώς Πινοτσέτ σε 28χρονη φυλάκιση –εκτίνοντας τελικά δυόμισι χρόνια φυλακή έπειτα από παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας-, πολέμησε με τους Σαντινίστας στη Νικαράγουα το 1979 (είχε ενταχθεί στη Διεθνή Ταξιαρχία Σιμόν Μπολίβαρ) και, μετά την επικράτησή τους, δούλεψε εκεί ως δημοσιογράφος. Για να μη μιλήσουμε και για την εγγραφή του, ήδη 15 ετών, στην κομμουνιστική νεολαία και για την πενταετή του υποτροφία για τη Μόσχα, όπου όμως έμεινε μόνο πέντε μήνες αφού εκδιώχθηκε λόγω ανάπτυξης σχέσεων και με αντιφρονούντες.

Αυτό λοιπόν το «κακό παιδί» των ισπανόφωνων γραμμάτων, που συνέχισε πάντα να διατηρεί την αγωνιστική του φόρμα συμμετέχοντας είτε σε δράσεις της Greenpeace είτε σε οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που νέος έζησε πολλούς μήνες με τους Ινδιάνους Σουάρ μέσα από ένα πρόγραμμα της UNESCO, εμπειρία που αποτύπωσε στην πρώτη μεγάλη του συγγραφική επιτυχία, το μυθιστόρημα «Ενας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης» (έγινε και ταινία το 2001), και που έζησε κατά καιρούς από τον Ισημερινό και την Κολομβία μέχρι το Αμβούργο της Γερμανίας (σήμερα ζει στην Ισπανία), έχει μεγάλες αφηγηματικές ικανότητες και κατάφερε να μετατρέψει τις εμπειρίες του σε κείμενα που αγαπήθηκαν παγκοσμίως, κατατάσσοντάς τον στους πιο γνωστούς λατινοαμερικανούς συγγραφείς των ημερών μας.

«Το τέλος της ιστορίας» είναι, ίσως, μια περίληψη των βασικών εμπειριών του. Σε αυτό το μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται στο Σαντιάγο και τη Μόσχα, με ολίγον από Αμβούργο, Νικαράγουα και Νήσο Τσιλοέ (στη Χιλή, «στο άκρο του κόσμου»), ο συγγραφέας εναλλάσσει, ανά κεφάλαιο, την τριτοπρόσωπη με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Σε πρώτο πρόσωπο μιλάει ο Xιλιανός Χουάν Μπελμόντε· ο ήρωας του Σεπούλβεδα με ονοματεπώνυμο διάσημου ταυρομάχου, που είχε πρωτοεμφανιστεί μάλιστα σε άλλο μυθιστόρημα του συγγραφέα, στο «Ονομα ταυρομάχου», είναι ένας πρώην αντάρτης, μάλλον alter ego του συγγραφέα: υπήρξε αυτοεξόριστος στο Αμβούργο, είχε σταθεί στο πλευρό του Αλιέντε, είχε πολεμήσει στη Νικαράγουα, είχε υποστεί όσες επαναστατικές ήττες μπορούσε να έχει υποστεί ένας αντάρτης του 20ού αιώνα και, πλέον, αποσυρμένος από τα εγκόσμια στη Νήσο Τσιλοέ, φροντίζει την αγαπημένη του, την επίσης πρώην αντάρτισσα Βερόνικα. Η οποία, έχοντας υποστεί φριχτά βασανιστήρια στην περιβόητη Βίλα Γκριμάλντι του Σαντιάγο από τους βασανιστές του Πινοτσέτ, είχε χάσει την ικανότητα της ομιλίας για ψυχολογικούς λόγους.

Σε παράλληλη αφήγηση παρακολουθούμε δύο άλλους Χιλιάνους που είχαν φοιτήσει στην ίδια στρατιωτική ακαδημία της Μόσχας επί Σοβιετικής Ενωσης, την Ακαδημία Μαλινόφσκι. Ενώ ο Μπελμόντε είχε εκπαιδευτεί ως ελεύθερος σκοπευτής, οι δύο άλλοι είχαν αναμειχθεί περισσότερο με τις μυστικές υπηρεσίες. Στην ιστορία προβάλλονται πρόσωπα κάθε είδους: πρώην επαναστάτες που δεν έχουν αφομοιωθεί και δεν έχουν αλλάξει ιδέες αλλά είναι σχετικά αποσυρμένοι, σοβιετικοί αξιωματούχοι που μετατράπηκαν σε ρώσους ολιγάρχες, Κοζάκοι που ονειρεύονται να αποσπαστούν από τη Ρωσία και να ανακηρύξουν ανεξάρτητο κράτος, πρώην Ναζί αλλά και βασανιστές πρώην αξιωματούχοι του Πινοτσέτ. Ειδικό βάρος στην υπόθεση έχει ο Μιγκέλ Κρασνόφ, πραγματικό πρόσωπο που μέχρι σήμερα είναι έγκλειστο στις χιλιανές φυλακές για πλήθος άγριων φόνων και βασανιστηρίων: πρόκειται για πρόσωπο που δένει όλα τα στοιχεία της πλοκής αφού είναι Χιλιανός αλλά κοζακικής καταγωγής, με παππού αταμάνο (ηγέτη) των Κοζάκων, υποστράτηγο του ρωσικού τσαρικού στρατού, αντικομμουνιστή που βαρύνεται με σοβαρά εγκλήματα πολέμου, στον οποίο, όπως γράφει ο Τζον Ριντ (το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου), χάρισε τη ζωή τελευταία στιγμή ο Τρότσκι, για να μην τον κάνει μάρτυρα του κοζακικού έθνους.

Με βασικό μότο ότι «δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τη σκιά του παλιού εαυτού μας», ότι δηλαδή όλους μας κυνηγά το παρελθόν, ο Σεπούλβεδα χτίζει μια ιστορία βγαλμένη από το παρασκήνιο της μεγάλης Ιστορίας που, εκτός από το δικό της «τέλος», έχει αφήσει και πολλούς προσωπικούς λογαριασμούς «ατελείωτους», ανολοκλήρωτους.

Ταυτόχρονα, καθώς ο χιλιανός συγγραφέας παρακολουθεί στενά τόσο την πολιτική ζωή της Χιλής και τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις όσο και οικολογικά θέματα στα οποία είναι ευαισθητοποιημένος, ο αναγνώστης βλέπει μπροστά του να παρελαύνουν τόσο τοπία της χιλιανής ενδοχώρας, αλλά και το Σαντιάγο με τις μεταμορφώσεις του τις τελευταίες δεκαετίες, όσο και μια σειρά από πολιτικές φυσιογνωμίες που χάραξαν την ιστορία του κόσμου. Ετσι βλέπουμε σε ένα κεφάλαιο τον Στάλιν με τον Μπέρια, τον Τσόρτσιλ και τον Ρούζβελτ, με τις πολυπληθείς συνοδείες τους να συνεδριάζουν στη Γιάλτα τον Φεβρουάριο του 1945. Εκεί ο Σεπούλβεδα παραθέτει με αρκετή λεπτομέρεια τι είχε κουβαλήσει η κάθε αποστολή μαζί της, από τα 144 μπουκάλια ουίσκι και τα 500 πούρα Robert Burns του Τσόρτσιλ μέχρι… τις 2.000 κονσέρβες κορν μπιφ που είχαν φέρει οι Αμερικανοί. Συνδετικός κρίκος με το μυθιστόρημα είναι το αίτημα του Στάλιν να μεταφερθούν στη Σοβιετική Ενωση οι αντικαθεστωτικοί Κοζάκοι που είχε μαζέψει ο Τσόρτσιλ στην Αυστρία, αλλά και η παρουσία του αρχιμαγείρου του Στάλιν που ήταν Χιλιανός!

Πολλά ακόμα υπαρκτά πρόσωπα παρελαύνουν στο μυθιστόρημα, από τη σημερινή πρόεδρο της Χιλής, Μιτσέλ Μπατσελέτ, κόρη του ταξιάρχου της αεροπορίας, πιστού στον Αλιέντε, Αλμπέρτο Μπατσελέτ, που βασανίστηκε και πέθανε επί Πινοτσέτ, μέχρι και η διάσημη στον πόλεμο χιλιανή τραγουδίστρια Ροσίτα Σεράνο (της γνωστής… πάστας) που έκανε θραύση στη ναζιστική Γερμανία.

Το βιβλίο, που μετέφρασε ωραία ο Αχιλλέας Κυριακίδης, δεν αποπνέει νοσταλγία, παρόλο που κάπου κάπου φλερτάρει με αυτή. Ο Σεπούλβεδα φτιάχνει ένα ωραίο ψυχολογικό πορτρέτο του βασικού του ήρωα, που έχει αποδεχθεί το πεπρωμένο χωρίς να έχει αλλάξει καθόλου ιδέες. Δεν ζει με το παρελθόν, το παρελθόν όμως είναι η σκιά που τον συνοδεύει. Αντίθετα όμως από τους δύο άλλους Χιλιανούς που δεν έχουν πρόβλημα και σήμερα να σπείρουν πτώματα, αν αυτό είναι που τους βολεύει, ο Μπελμόντε, που σίγουρα δεν δίστασε να σκοτώσει την εποχή του αντάρτικου, τώρα διστάζει ακόμα κι αν πρόκειται για τον χειρότερο βασανιστή του. Οταν εξαναγκάζεται από τις συνθήκες να πιάσει ξανά όπλο, τα αντανακλαστικά του λειτουργούν καλά, μέσα του όμως ξέρει ότι η προηγούμενη ζωή του, που την κουβαλάει σαν σκιά, μόνο σαν καρικατούρα μπορεί να επαναληφθεί. Είναι ένας βετεράνος επαναστάτης που ξέρει να διαχειρίζεται με αξιοπρέπεια τις αλλαγές και τις παντοειδείς ήττες, προσπαθώντας να ζήσει όσο ελεύθερα μπορεί, ανάμεσα στα τείχη που υψώνουν η δική του ιδιοσυγκρασία και η αντίθεση προς αυτήν της γύρω του κατεστημένης πραγματικότητας.
Ο διάλογος

«Οταν ο Κάιν σκότωσε τον Αβελ, γεννήθηκε η πολιτική»

Ενδιαφέρων είναι και ο επινοημένος διάλογος Πούτιν –Μεντβιέντεφ (η υπόθεση διαδραματίζεται το 2010), όταν ο πρώτος ήταν πρωθυπουργός και ο δεύτερος Πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Συζητούν για έναν αξιωματούχο που αντέδρασε όταν ο Πούτιν παρουσίασε στη Δούμα το 2005 έναν απολογισμό της προσφοράς των Κοζάκων στο ρωσικό κράτος.

Ο πρωθυπουργός άφησε το τσάι του στο γραφείο, επιθεώρησε τα λεπτά του χέρια με τα μακριά δάχτυλα κι έριξε στον Πρόεδρο ένα παγερό βλέμμα.

«Ντμίτρι Ανατόλιεβιτς, θυμάσαι το όνομα αυτού του τέως αξιωματικού που επέκρινε το μέτρο μου;»

«Συνταγματάρχης Στανισλάβ Σακαλόφ. Επί Σοβιετικής Ενωσης ήταν εκπαιδευτής στην Ακαδημία Ραντιόν Μαλινόφσκι.»

«Ο Σλάβα. Εξαίρετος αξιωματικός. Με τι ασχολείται τώρα;»

«Με ασφάλειες. Είναι ο επίσημος αντιπρόσωπος μιας διεθνούς ασφαλιστικής εταιρείας, της Χανσεατικής Lloyd’s. Ελέγχει όλες τις εισαγωγές φρούτων, σπόρων, θαλασσινών, κρεάτων και μετάλλων που φτάνουν στη Ρωσική Ομοσπονδία απ’ τη Λατινική Αμερική.»

«Ολιγάρχης. Μάλιστα. Κλείσ’ του ένα ραντεβού. Θέλω να πω δυο λόγια με τον συνταγματάρχη Σακαλόφ.»

«Είναι τόσο ανησυχητικό όλο αυτό, Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς;»

«Οταν ο Κάιν σκότωσε τον Αβελ, γεννήθηκε η πολιτική, κι από τότε δεν υπάρχει τίποτα χωρίς σημασία. Ξέρεις πολύ καλά, αγαπητέ μου Ντμίτρι Ανατόλιεβιτς, πως για μένα η πληροφορία είναι αξία απόλυτη. Ευτυχώς έχω ένα εκπληκτικό δίκτυο πληροφοριοδοτών, και γι’ αυτό γνωρίζω πως στο στρατιωτικό μουσείο του Πόντολσκ, ούτε μισή ώρα απ’ αυτό το γραφείο, κάποιοι νοσταλγοί εκθέτουν μια χιλιάνικη στολή του Μιχαήλ Συμεώνοβιτς Κρασνόφ, τον οποίο αποκαλούν Ο Τελευταίος Αταμάνος. Και ναι, μπορεί όλο αυτό να είναι ανέκδοτο, αλλά η πρωθυπουργός της Ουκρανίας, Γιούλια Βολοντομίροβνα Τιμοσένκο, έχει αρχίσει ν’ αξιοποιεί τους νεοναζί και τους Κοζάκους για να ενθαρρύνει αντιρωσικά αισθήματα. Κι όπως ξέρουμε, αργά ή γρήγορα θα χρειαστεί να εκπληρώσουμε τη στρατηγική ανάγκη ν’ ανακαταλάβουμε τη Χερσόνησο της Κριμαίας. Δεν θέλουμε άλλη Τσετσενία στα σύνορά μας. Φαντάζομαι ότι συμφωνούμε σ’ αυτό.»

«Απολύτως, Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς, απολύτως.»

Luis Sepulveda

Το τέλοςτης ιστορίας

Μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης

Εκδ. Οpera,

σελ. 208

Τιμή: 12,70 ευρώ