Είναι παρατηρημένο πως όσο άψογο και αν είναι ένα βιβλίο, τις περισσότερες φορές κάπου θα παραπατάει. Αλλοτε στο οπισθόφυλλο, άλλοτε στον τίτλο, όχι βέβαια στο περιεχόμενο, γιατί τότε μόνο άψογο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Το βιβλίο του Γιάννη Ψυχοπαίδη παραπατάει στο μεγαλόστομο του οπισθόφυλλου που υπογράφεται από τα αρχικά Μ.Δ. και κυρίως στον υπότιτλο. Γιατί «Μικρά κείμενα για την τέχνη»; Οταν η εμβέλεια των θεμάτων είναι τόσο μεγάλη και περιλαμβάνει από τον σχολιασμό ενός πίνακα του Χανς Χόλμπαϊν –«Οι πρεσβευτές» –καμωμένου το 1533, ώς τρεις νέους ζωγράφους, την Ντένη Θεοχαράκη, τον Βασίλη Παφίλη και τον Αλέξανδρο Βέργη, και από την καμένη, τον Αύγουστο του 2007, Ολυμπία και το χαρακτηρισμένο ως «Ταξίδι στον Αχέροντα» θαυμάσιο κείμενο αναφορικά με μια βάρκα γεμάτη πρόσφυγες, μετανάστες, εκπατρισμένους, πολιτικά διωκόμενους, μοιάζει η τόσο ευρεία και ιερή λέξη «τέχνη» να θέλει να υποκαταστήσει την πραγματικότητα. Την αναμφισβήτητα παρηγορημένη ή βελτιωμένη σε πάμπολλες περιπτώσεις από την τέχνη, δραματικά όμως αναλλοίωτη ακόμα και από τα αριστουργήματα του Σαίξπηρ η του Ρέμπραντ.

Ο χρωστήρας της τέχνης

Ακριβώς γιατί η ιδεολογική σκευή και η αισθητική αρτιμέλεια του Γιάννη Ψυχοπαίδη είναι τόσο δυνατές –ώστε ο σχολιασμός του, είτε πρόκειται για θέματα της τέχνης είτε της ζωής, να μην είναι μόνον εξαιρετικά ευαίσθητος αλλά να προϋποθέτει ως κάτι αναπόφευκτο, δειγματοληπτικά, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κ.Π. Καβάφη, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Βύρωνα Λεοντάρη -, θα αισθανόταν κανείς ως βαρύνουσα μομφή τη μετριοπαθώς διατυπωμένη επιφύλαξή μας. Τόσο περισσότερο όταν ο ίδιος ο Ψυχοπαίδης, κλείνοντας το θαυμάσιο κείμενό του «Ταξίδι στον Αχέροντα», γράφει: «Και η τέχνη είναι τόσο πιο αληθινή όχι όσο αναφέρεται στην πραγματικότητα, αλλά όσο κρίνει την πραγματικότητα, αποκαλύπτει αυτό που συγκαλύπτεται κάτω από την επιφάνεια και φανερώνει τους πραγματικούς θύτες και θύματα».

Επειδή λοιπόν η πραγματικότητα στα δεκαοκτώ κείμενα των «Ημερολογίων της φωτιάς» συνιστά μια αναγκαία προϋπόθεση για να κατανοήσουμε ή να συνειδητοποιήσουμε με μια πιο εντελή ματιά τα αριστουργήματα της τέχνης, μας επιτρέπεται να υπογραμμίσουμε μια «αδυναμία» που δεν αφορά κυρίως τους ίδιους τους εικαστικούς δημιουργούς που συμβαίνει να γράφουν –όπως ο Γιάννης Ψυχοπαίδης –αλλά τους θεωρητικούς της τέχνης. Δεν είναι τυχαίο πως για να τεκμηριώσει τις απόψεις του σε σχέση με τον πίνακα του Χόλμπαϊν –καμωμένος, το επαναλαμβάνουμε, το 1533 –χρειάζεται του Ψυχοπαίδη η αναφορά σε σύγχρονους ποιητές όπως ο Τ.Σ. Έλιοτ και η Κική Δημουλά ή η σύγκριση με σύγχρονους καλλιτέχνες όπως ο Πικάσο. Παρά την εξαίσια νοηματική αυτοτέλεια όσων υπογράφουν οι δύο ποιητές και όσων αποδίδει με τον περίτεχνα συγκροτημένο του στοχασμό ο Ψυχοπαίδης στον δαιμονιακό δημιουργό της «Γκερνίκα», δεν αποκλείεται ο πίνακας του Χόλμπαϊν να γίνεται ακόμα πιο ανεξιχνίαστος.

Ασυνέχεια της αιωνιότητας

Είναι γνωστό πως κάθε εποχή διαθέτει μια ειδικού τύπου «ανάγνωση» που οφείλεται στις δικές της ανησυχίες και στους δικούς της προβληματισμούς, με αποτέλεσμα ό,τι αναπνέει φυσιολογικά μέσα στην ατμόσφαιρά της να ηχεί ακατανόητο σε μια άλλη εποχή. Θεωρούν πολλοί ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να γεφυρωθεί αυτή η ασυνέχεια είναι να επικαλούνται αποφθεγματικές ρήσεις μεγάλων δημιουργών είτε της δικής τους εποχής είτε της εποχής που επιχειρούν να ανασυστήσουν. Ποιος μας βεβαιώνει όμως ότι ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Θωμάς ο Ακινάτης ή ο Γαλιλαίος σκέφτονταν με τον τρόπο που τους αποδίδουμε εμείς σήμερα; Δεν υπάρχουν πιο παρεξηγημένες έννοιες από τη «διαχρονία» ή την «αιωνιότητα» που χρησιμοποιούνται όταν αδυνατούμε να πιάσουμε το μόνο νήμα που μας συνδέει με ό,τι έχει προηγηθεί: την πραγματικότητα. Και όταν συμβαίνει αυτό, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης φαίνεται κυριολεκτικά να πετάει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η επιμονή σε ένα κείμενό του όπως αυτό για τον πίνακα του Χόλμπαϊν να μοιάζει σαν καθαρή μεμψιμοιρία. Καθώς μια πλειάδα κειμένων που στεγάζονται στα «Ημερολόγια της φωτιάς» είναι, παρά τον πυκνό τους στοχασμό, «ευκολοπερπάτητα» και από μια μη ιδιαίτερα γυμνασμένη σκέψη.

Ακριβώς γιατί η πραγματικότητα δεν συνδυάζεται απλώς με την τέχνη, αλλά η κατανόησή της πρώτης αποτελεί προϋπόθεση ώστε να μυηθεί κανείς με πιο επαγωγικό τρόπο στη συστατική σκοτεινιά της δεύτερης. Και με την έννοια αυτή αδυνατεί να μην αναφέρει κανείς τέσσερα το λιγότερο κείμενα του Γιάννη Ψυχοπαίδη. Το κείμενο με τον τίτλο «Οι δυο πλευρές της ίδιας θάλασσας», όπου μιλώντας για τον έλληνα ζωγράφο Βάλια Σεμερτζίδη και τον ιταλό ζωγράφο Ρενάτο Γκουτούζο, πραγματοποιεί μια συγκλονιστική ταύτισή τους κυρίως λόγω των έργων τους «Λαϊκό Δικαστήριο» του πρώτου και «Συνομιλία» του δεύτερου. Ενώ η κοινή τους εμπειρία της Κατοχής και των φασιστικών θηριωδιών φτάνει να ενώνει τις βουνοκορφές της Ευρυτανίας με τη Ρώμη των μεγάλων προλεταριακών αγώνων. Με δεύτερο κείμενο το μνημονευμένο ήδη «Ταξίδι στον Αχέροντα», όπου μια βάρκα με επιζώντες πρόσφυγες του 21ου αιώνα παραπέμπει σε ένα μεγάλο ζωγραφικό έργο των αρχών του 19ου αιώνα, τη «Σχεδία της μέδουσας» του Ζαν-Λουί-Τεοντόρ Ζερικό. Εξίσου απτή η σχέση της τέχνης με την πραγματικότητα και σε δύο ακόμα κείμενα, «Το κόκκινο και το μαύρο» και «Α-διέξοδος».

Με τον πιο ευφάνταστο συνδυασμό που θα μπορούσε να συλλάβει κανείς για το τιτλοφορημένο, όπως ακριβώς το μυθιστόρημα του Μπαλζάκ, κείμενο, ώστε σε τρεις μόνο σελίδες η δεκαετία του ’60, το Κυπριακό, οι διαδηλώσεις, τα Ιουλιανά και ο Ανένδοτος να «συνομιλούν» με τον Αρη Αλεξάνδρου, τον Κάρολο Μποντλέρ και τον Οδυσσέα Ελύτη, με έναυσμα την τέχνη της χαρακτικής στην ομώνυμη δεκαετία. Και τέλος το κείμενο «Α-διέξοδος» όπου μιλώντας για την πόλη γράφει ο Ψυχοπαίδης: «Εδώ, στην καρδιά μιας πόλης που σφύζει από την ανελέητη νεότητα αλλά και τα πρόωρα γεράματα, από τους πλανόδιους και τους οδοιπόρους, από τους άστεγους και τους κοινωνικά περιθωριακούς, από τους αποδιοπομπαίους και τους παρίες, από τους αποσυρμένους, συμφωνούντες ή βαθιά νυχτωμένους, διακυβεύεται και κρίνεται η χαμένη ή ξανακερδισμένη τιμή της νέας τέχνης».

Γιάννης Ψυχοπαίδης

Ημερολόγια της φωτιάς

Μικρά κείμενα για την τέχνη

Εκδ. Κέδρος

Σελ. 176

Τιμή: 14 ευρώ