Αν και δεν υφίσταται καμία σχέση ανάμεσα στη «Νηφάλιο μέθη» του αγιορείτη μοναχού Συμεών, στο «Περί μέθης» του φιλόσοφου και δοκιμιογράφου Κωστή Παπαγιώργη και στην «Προσωρινή μέθη» του ποιητή Γιώργου Χρονά, αισθάνεσαι ότι αν ήταν δυνατόν να ερωτηθούν, είναι σίγουρο πως με την ιδεολογική ανεξιθρησκία που τους διακρίνει και τους τρεις (για τον Παπαγιώργη δυστυχώς το σωστό είναι να γράψουμε «διέκρινε») θα το θεωρούσαν τιμητικό να προβεί κανείς σε μια σύγκριση των πονημάτων τους. Τόσο περισσότερο που η σύγκριση θα απέφερε κάποια χειροπιαστά συμπεράσματα όσον αφορά τη «μέθη» του μοναχού και τη «μέθη» του δημιουργού τής «Ελληνορωμαϊκής πάλης». Αφού ο έρωτας προς το θείο, νηφάλιος καθώς είναι, μπορεί να συνιστά μια μέθη διαρκή, ενώ ο έρωτας για τους ανθρώπους και τα έργα τους μια μέθη προσωρινή.

Εχουν όμως έτσι τα πράγματα; Πόσο προσωρινός μπορεί να είναι ο «έρωτας» –και η μέθη που προκαλεί –για τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Μιχάλη Κατσαρό, τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, αλλά και τον Σπύρο Αλαμάνο, τον Γιώργο Ορφανό, τον Σταύρο Αντωνίου, τον Νίκο Αλεξίου, που άλλοτε στοιχειώνουν τη μνήμη χιλιάδων ανθρώπων και άλλοτε πάλι –όπως το διαισθάνεται κανείς –δεν θα υπάρχει παρά μόνο ο Γιώργος Χρονάς και ελάχιστοι άλλοι για να τους θυμούνται και για να τους μνημονεύουν.

Με απαντημένο επίσης το ερώτημα, στην «Προσωρινή μέθη», σε ποια δηλαδή κατηγορία δημιουργών θα τοποθετούσε κανείς την κυρία Παπαδάκη, την καθηγήτρια της Φιλολογίας στο Δ’ Γυμνάσιο του Πειραιά που έχυνε δάκρυα καυτά διαβάζοντας τη «Σταχομαζώχτρα» του Παπαδιαμάντη, καθώς συνιστά την ειδοποιό διαφορά του Γιώργου Χρονά να εμμένει στο απορριμμένο και το περιφρονητέο όσο πολλοί άλλοι, με εμβρίθεια αλλά ουσιαστικώς ανέξοδα νεκρολογούν ή φιλολογούν για δημιουργούς που η επίδοσή τους έχει αμετάκλητα κατακυρωθεί. Πως ό,τι δηλαδή κατέληξε άγνωστο, ή μόνον ένας άνθρωπος το πρόφερε ή το σκέφτηκε, να αφορά τη διάρκεια ή μάλλον την ποίηση, διεκδικώντας την ισότιμα, όσο και η «Ερημη χώρα» του Ελιοτ.

Την «ισοπολιτεία» όμως αυτή ανάμεσα στους «επώνυμους» και τους «ανώνυμους» ο Γιώργος Χρονάς τη μεταφέρει και στους χώρους, και όσο μυθικό ηχεί το «Μικρό καφέ» στην Κέρκυρα άλλο τόσο νιώθεις τη Θεσσαλονίκη να μεταβάλλεται στο Αμστερνταμ χάρη στο τραγούδι του Ντέιβιντ Μπάουι και με την «απροσδόκητη» συνδρομή του Ζακ Μπρελ.

Μικρά πεζά, άλλοτε σαν φωτογραφισμένα γλαφυρά στιγμιότυπα, άλλοτε γραμμένα με χρονογραφική ευθυβολία, ημερολογιακές καταγραφές, λέξεις που χάνονται πριν γίνουν φράσεις, φράσεις που, αν και ολοκληρώνονται, δεν επανέρχονται παρά σαν αστραπές, τα 54 κείμενα της «Προσωρινής μέθης» μοιάζει να μεταβάλλουν τη μνήμη σε ένα στάδιο που μισοφωτισμένο κάνει τις σκιές των ανθρώπων και των πραγμάτων γοητευτικά απειλητικές. Με την ενοποιό δύναμη της ποίησης, επιπλέον, να φέρνει τη Σεβάς Χανούμ δίπλα στη Δαλιδά, την Ντόρα Ρωζέττη να «ερωτοτροπεί» με τον Εντγκαρ Αλαν Πόε, τον Τζον Λένον να κατακτά τη διάρκεια χάρη στην Ευφροσύνη Δοξιάδη.

Ο Γιώργος Χρονάς χειρίζεται την καλλιτεχνική καθημερινότητα με έναν τρόπο που μεταβάλλει την αναμφισβήτητη προοπτική του ενταφιασμού της σε προϋπόθεση της ανάστασής της. Ενώ είναι σίγουρο ότι η καλλιτεχνική αυτή καθημερινότητα θα κοιμηθεί για έναν ατέρμονα χρόνο, παραμένει βαθιά η βεβαιότητα πως όταν ανακαλυφθεί ξανά, η συγκίνηση θα είναι απείρως μεγαλύτερη σε σχέση με τη συγκίνηση που προκαλούσε όταν ήταν στη βράση της.

Δεν είναι δύσκολο να διευκρινίσουμε το μυστικό αυτής της «αθανασίας». Μόνον όταν ζεις ανάμεσα στους ανθρώπους και στα έργα τους, με τη θνητότητά τους να σε συγκινεί χωρίς τη διάθεση να τους κρίνεις και, κυρίως, θεωρώντας πως τόσο το «ουράνιο» όσο και το «καθημερινό» είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, τότε μόνον καθιστάς τους ανθρώπους αναγκαίους σε χρόνους που εκ των πραγμάτων θα τους είχαν ξεχάσει. Είτε πρόκειται για την ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν το 1948 είτε για τα εξαφανισμένα WC της Πλατείας Ομονοίας.

Απενοχοποίηση

Χωρίς αμφιβολία στον Γιώργο Χρονά πιστώνεται το γεγονός ότι απενοχοποίησε μια ολόκληρη γενιά ώστε να μπορεί να ομολογεί κανείς πως με την ίδια ένταση που απολαμβάνει μια συμφωνία του Μπετόβεν, με την ίδια ακριβώς ακούει ένα τραγούδι του Στέλιου Βαμβακάρη. Ακριβώς γιατί η πρόθεση ήταν η ποίηση και όχι η πρόκληση, ένας μεγάλος πια αριθμός αναγνωστών μπορεί να λογαριάζει τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Μάνο Χατζιδάκι με τα πολλά τους γραπτά και τον Νίκο Γκάτσο με τις λίγες του κουβέντες που έχουν απομείνει καταγραμμένες, το ίδιο αυθεντικούς φιλόσοφους όσο και τους αναμφισβήτητα σπουδαίους Ι.Ν. Θεοδωρακόπουλο και Β.Ν. Τατάκη.