Λίγο απρόσεκτος κανείς θα έλεγε πως η Βουλγαρία έχει την τιμητική της στο βιβλίο διηγημάτων της Λουκίας Δέρβη «Αλλού, στο πουθενά», αφού σε δύο τουλάχιστον από αυτά, στη «Βραδινή προσευχή» και στο ομότιτλο με τη συλλογή διήγημα, κάθε άλλο παρά μια σκέτη αναφορά παραμένει η γειτονική χώρα. Μπορεί βέβαια να μη συμβαίνει στον ίδιο βαθμό με το Τζιμπουτί, τη Γεωργία, τη Νέα Υόρκη, τη Γερμανία (τη Νυρεμβέργη πιο συγκεκριμένα), τη Μασσαλία, το Ιράν ή το Κουρδιστάν, που πρωταγωνιστούν στα υπόλοιπα δέκα διηγήματα, έχει όμως άμεση σχέση με μια ταλαιπωρημένη έννοια, όπως αυτή της παγκοσμιοποίησης, που συνιστά έναν κύριο άξονα στο βιβλίο της Δέρβη. Και επιπλέον ξελαμπικάρεται κατά τρόπο εκπληκτικό η έννοια αυτή, αφού οι άνθρωποι τη βίωναν από τις αρχές του 20ού αιώνα, πριν ακόμα χαρακτηριστεί ως παγκοσμιοποίηση και γίνει άκρως επικίνδυνη, καθώς μια γυναίκα μπορούσε να ονειρεύεται το Τζιμπουτί, ταυτόχρονα να διαβάζει τον Πλάτωνα και να κρίνει τον άντρα που της προξένευαν για σύζυγο ότι ήταν «για να φτύνεις καλαπόδια».

Ευαίσθητο αφτί

Αν λοιπόν ο ένας άξονας των διηγημάτων της Δέρβη είναι η παγκοσμιοποίηση, ο δεύτερος συνοψίζεται στο γεγονός πως η μετακίνηση και η ανταλλαγή, είτε πρόκειται για Ελληνες που φεύγουν προσωρινά ή μόνιμα από την Ελλάδα είτε πρόκειται για μετανάστες που βιώνουν κάτι αντίστοιχο σε σχέση με τον τόπο μας, δεν θα αξιοποιηθούν πλήρως, όσον αφορά τη δραματικότητα των επιμέρους «περιπτώσεων», παρά αν απεικονιστούν οι τελευταίες με έναν ήσυχο αφηγηματικό ρυθμό. Με έναν ρυθμό που δεν διαφέρει από τον ρυθμό μιας οποιασδήποτε άλλης αντιδραματικής καθημερινότητας –αν υπάρχει τέτοιου είδους καθημερινότητα. Σαν να υπάρχει μια συνωμοσία ανάμεσα στη συγγραφέα και τους ήρωές της ώστε αν οι τελευταίοι της εκμυστηρεύονται τα μυστικά τους, δεν το κάνουν γιατί την αισθάνονται πολύτιμη επειδή θα τα καταγράψει, αλλά επειδή διαθέτει το ευαίσθητο αφτί ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να ζει ανάμεσά τους.

Με αποτέλεσμα να αισθάνεται κανείς πως όσα διαβάζουμε στα δώδεκα διηγήματα δεν έχουν υποστεί την παραμικρή παραποίηση είτε πρόκειται για τον κοινότοπο «Αμερικανό» είτε για το ευρηματικότατο «Τράνζιτ». Με την έννοια ότι μια ιστορία ακόμη κι αν την έχει εμπνεύσει ένα πραγματικό περιστατικό, ο αναγνώστης να αισθάνεται ότι του γίνεται αποκαλυπτική μόνο αν πιστέψει ότι την έχει επινοήσει ο συγγραφέας. Αντίθετα, αν τον συγγραφέα τον έχει γοητεύσει τόσο η πραγματικότητα ώστε να έχει θελήσει να τη μεταφέρει αυτούσια, να αισθάνεται ο αναγνώστης ότι διαβάζει ένα ψέμα που του παρουσιάζεται ως αλήθεια.

Σαν μυθιστόρημα

Αν διαβάζεις λοιπόν τα διηγήματα του «Αλλού, στο πουθενά» ακόμη και ως επιμέρους κεφάλαια ενός μυθιστορήματος, παρά την αυτοτέλεια του καθενός, είναι γιατί έχει συντελεστεί η θαυματουργή αλχημεία, οι ήρωες δηλαδή να παραμένουν αναγνωρίσιμοι, με τα δικά του χαρακτηριστικά ο καθένας, ενώ τα δάνεια ανάμεσά τους –όπως τα προκαλεί μια δραματική συνθήκη –να είναι πάρα πολλά.

Αινιγματικό όμως θα χαρακτήριζε κανείς τον τίτλο «Αλλού, στο πουθενά», αφού είτε πρόκειται για πρόσφυγες είτε για Ελληνες, όσο κι αν ζούνε ένα «αλλού» που δεν το επέλεξαν, σκληρό και απάνθρωπο τις περισσότερες φορές, μόνο ως «πουθενά» δεν θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει κανείς. Τόσο η Γεωργία στην «Αποκλειστική» όσο και η Σάλμα στους «Τουρίστες», ενώ θα είχαν κάθε λόγο να αποστρέφονται την Κυψέλη ή την Πλατεία Αμερικής, δεν παύουν να παραμένουν αυτοί χώροι που, ακόμη και αν θα άλλαζε άρδην η ζωή της Γεωργίας και της Σάλμα, θα συνιστούσαν ένα σημείο αναφοράς –έστω της κόλασής τους –που μόνο με το «πουθενά» δεν μπορεί να ταυτιστεί.

Λογοτεχνικές ενοχές

Ισως όμως με τον τρόπο αυτόν να ξεπλένει η λογοτεχνία τις ενοχές για όσα δεν κατόρθωσε να αποτρέψει σε σχέση με τις δοκιμασίες των ανθρώπων –μεταβάλλοντας σε πουθενά το βασανιστικά υπαρκτό –αφού και ένα έξοχο αφηγηματικό της κομμάτι, συναφές με τη θεματολογία της Δέρβη, η Αλκη Ζέη το έχει τιτλοφορήσει «Στο πουθενά». Ενοχή με ευεργετικά συχνά αποτελέσματα για την ίδια τη λογοτεχνία, καθώς στα διηγήματα της Δέρβη χρονολογίες πολύ σημαντικές για την Ελλάδα και τον κόσμο, όπως το 1981, το 1989 ή το 2000, τις αισθάνεσαι να ωχριούν, στην ιστορική τους διάσταση, σε σχέση με τις δοκιμασίες και τα βάσανα των ανθρώπων, που θα είχανε εκπνεύσει ως μνήμη ύστερα από μια ή δύο το πολύ γενιές αν δεν τα είχε «αποδελτιώσει» ένας συγγραφέας.

Συνοψίζοντας θα σημειώναμε για τη Λουκία Δέρβη πως πρόκειται για μια πολύ ευφυή πεζογράφο. Φτάνει να παρατηρήσεις τη σημασία του υπαινιγμού όπως γνωρίζεις την κορύφωσή του στα διηγήματα «Αλλού, στο πουθενά» και «Τριαντάφυλλα στο μνήμα». Νιώθεις να βαραίνει την ατμόσφαιρα μια ειδικού τύπου σχέση ανάμεσα στους ήρωές τους για την οποία δεν γίνεται η ελαχιστότερη μνεία. Περισσότερο ακόμη στο δεύτερο, όπου, ενώ πιθανολογείς την παρουσία ενός ανθρώπου, την αισθάνεσαι πιο καταλυτική από ό,τι αν είχε λεπτομερώς αναπτυχθεί. Με ένα αίσθημα νοσταλγίας πάντα ώστε τόσο το Τζιμπουτί, που λειτουργεί όπως ο Πύργος του Αϊφελ σε ένα ποίημα του Ορέστη Λάσκου, όσο και η Γεωργία ως τόπος που εξάγει οικιακές βοηθούς για την Ελλάδα να γίνονται περίπου ένα και το αυτό.

Λουκία Δέρβη

Αλλού,

στο πουθενά

Εκδ. Μελάνι, 2015, σελ. 100

Τιμή: 12 ευρώ