Αν ανατρέξει κανείς στην ελληνική λογοτεχνία του ύστερου 19ου αι., αλλά και αργότερα στον Μεσοπόλεμο και ακόμη πιο μετά στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, θα βρει οπωσδήποτε σημαντικά κείμενα της θάλασσας, είτε μιλάμε για τη γενιά του 1880 με τον Καρκαβίτσα κυρίως αλλά και τον Νιρβάνα και τον Ράδο, ακόμα και τον Παπαδιαμάντη λίγο νωρίτερα, είτε μιλάμε για τον Παλαμά, τον Πορφύρα, φυσικά τον Ελύτη, τον Καραγάτση, τον Μυριβήλη, τον ιδιαίτερο Λούλη που περιγράφει τη λιγότερο χρυσίζουσα πλευρά των βαποριών και τόσους άλλους.

Εχει πάντως κανείς την αίσθηση ότι ελάχιστοι εξ αυτών είναι συνειδητοί θαλασσογράφοι –με τον τρόπο που θα χαρακτηρίζαμε έτσι τον Καββαδία ή τον Μέλβιλ και τον Κόνραντ. Και είναι υπό συζήτηση το εάν εντέλει η ελληνική λογοτεχνία έχει διαμορφώσει μια γνήσια παράδοση στο είδος. Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει υποχώρηση αυτού του είδους της γραφής. Η αστικοποίηση ενδεχομένως να είναι ο λόγος. Τόσο ως διάθεση –μια τάση των νεότερων λογοτεχνών να αλλάξουν θεματολογία και να εκμοντερνιστούν, με ή χωρίς εισαγωγικά –όσο και ως πραγματικότητα, αφού λ.χ. το επάγγελμα του ψαρά έπαψε να είναι ένα από τα επαγγέλματα αναφοράς, ενώ και στο ελληνικό εμπορικό ναυτικό τα πληρώματα είναι πλέον πολυεθνικά.

Γι’ αυτό και η νουβέλα του Φαίδωνα Ταμβακάκη «Η αναπαλαίωση» αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη. Οχι επειδή η παρουσία της θάλασσας στο έργο είναι κεντρική στην εξέλιξη της πλοκής. Η θάλασσα –ως κομπάρσος ή ως ντεκόρ, αλλά και με πρωταγωνιστικό ρόλο ακόμα –υπάρχει, όπως είναι φυσικό για μια χώρα με τέτοιο μήκος ακτών, σε αρκετά νεότερα πεζογραφήματα. Εκείνο που κάνει την «Αναπαλαίωση» ξεχωριστή είναι ότι ολόκληρη η νουβέλα είναι ποτισμένη από τη θάλασσα. Οτι ενώ στην πλοκή υπάρχει μια βασική ερωτική ιστορία, ο αναγνώστης δεν ξέρει ποιος έρωτας για τον πρωταγωνιστή είναι πιο δυνατός: της γυναίκας που ξαναβρίσκει ή της θάλασσας που δεν θέλει να αφήσει για χάρη της. Και, κυρίως, ότι η γλώσσα του αφηγήματος είναι γνήσια θαλασσινή. Εδώ έχουμε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο: Ο Ταμβακάκης, που ούτε ψαράς είναι ούτε ναυτικός, έρχεται εκ των υστέρων, ως παιδί της αστικοποίησης, να αγαπήσει ειλικρινά τη θάλασσα –όχι πια ως πεδίο του μόχθου που μετατρέπεται σε πεδίο ονείρου, αλλά απευθείας ως ταξίδι, ψυχαγωγία, φως, αίσθηση ελευθερίας και απομόνωσης. Και να κατακτήσει μέσω αυτού του δρόμου –των ιδιωτικών ταξιδιών αλλά και των βιβλίων –τη γλώσσα και τους τρόπους των επαγγελματιών της θάλασσας αλλά και της γνήσιας θαλασσινής λογοτεχνίας. Αυτό δεν είναι μικρό επίτευγμα. Γιατί ο Κόνραντ λ.χ. ήταν καπετάνιος και ο Μέλβιλ είχε δουλέψει ως καμαρότος στη γραμμή Νέα Υόρκη – Λίβερπουλ και αργότερα ως ναύτης σε φαλαινοθηρικό. Ενώ στα καθ’ ημάς, αντίθετα, λίγοι υπήρξαν οι επαγγελματίες ναυτικοί που διακρίθηκαν στον λογοτεχνικό στίβο –π.χ. ο Καββαδίας και ο Τάσος Κόρφης -, κάτι που ενδεχομένως εξηγεί την όποια έλλειψη αυθεντικής παράδοσης στη θαλασσογραφία.

Ο ίδιος μάλιστα ο Φαίδων Ταμβακάκης έχει πει ότι το συγκεκριμένο βιβλίο το έγραψε σε λίγες εβδομάδες, ενώ συνήθως χρειάζεται χρόνια. Γεγονός που επιβεβαιώνει την κατάκτηση μιας γλώσσας που περίμενε να εκφραστεί. Η προ ημερών, λοιπόν, βράβευση της «Αναπαλαίωσης» με το βραβείο νουβέλας Πέτρου Χάρη από την Ακαδημία Αθηνών είναι απολύτως εύστοχη.

Η υπόθεση

Ο πρωταγωνιστής, ονόματι Κωνσταντίνος, που πια δεν έχει όσα χρήματα διέθετε παλιότερα, έχει αγορασμένο το ιστιοφόρο «Τάι Μο Σαν», πλοίο που στον Μεσοπόλεμο έκανε το ταξίδι Χονγκ Κονγκ – Ντάρτμουθ χωρίς μηχανή. Ο ιδιοκτήτης ονειρεύεται να επαναλάβει το ταξίδι (με μηχανή πλέον). Μια αβαρία όμως τον καθηλώνει στη Σύρο όπου συναντά μια παλιά του αγάπη, αρχιτέκτονα που αναπαλαιώνει σπίτια, με την οποία ξεκινά μια νέα περιπέτεια πάθους. Θέμα λοιπόν του βιβλίου οι πολλαπλές αναπαλαιώσεις –σπιτιών, σχέσεων, αλλά και πλοίων –καθώς το ταξίδι, όταν εξετάζουν το πλοίο ειδικοί καραβομαραγκοί, αποδεικνύεται φρούδα ελπίδα. Λέξεις και φράσεις όπως «πλήρης ιστιοφορία», μετζάνα, μπουνάτσα, χνάρια, ιρόκο, στράβωμα, «με μούδα στο πανί και κοτσαρισμένο το δοιάκι» αλλά και «πέφτω σα χελιδονόψαρο στη ζωή της» πλημμυρίζουν το βιβλίο που είναι έτοιμο και αυτό να σηκώσει πανιά, αλλά τελικά αποφεύγει να το κάνει. Η ανάγνωση είναι μια απόλαυση, μόνο που ο αναγνώστης που θα ήταν έτοιμος να βγει στις ανοιχτές θάλασσες με το «Τάι Μο Σαν» μένει με κάποια αίσθηση ανεκπλήρωτου. Ο λόγος εντέλει αρκετά προφανής: ο Φαίδων Ταμβακάκης, που εκτός από Οικονομικά έχει σπουδάσει και Αγγλική Λογοτεχνία, μάλλον αισθάνεται δέος μπροστά στις απαιτήσεις –γνωστικές και λογοτεχνικές –ενός ταξιδιού στον Ειρηνικό για έναν συγγραφέα της κλειστής Μεσογείου. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο που ο πρωταγωνιστής, όταν το πλοίο του «αναπαύεται στα μπουντέλια» του συριανού καρνάγιου για επισκευή, σκέφτεται μήπως το πουλήσει και πάρει το διπλανό προς επισκευή πλοίο, τον (περίφημο) «Ανδρέα Ζέππο». Προσγείωση σε πιο μικρούς στόχους, πιο ολιγοσέλιδα βιβλία, πιο μικρές θάλασσες, πιο γήινους πόθους, σε μια πιο μικρή Ελλάδα που της αρέσει να ταξιδεύει νοερά παντού, αλλά που βρίσκεται σε μια γωνιά του κόσμου όπου πλέον δεν ευδοκιμούν τα όνειρα. Σε μια Ευρώπη που πριν από είκοσι χρόνια έδινε επιδοτήσεις για να καταστρέφουν οι ψαράδες (αφιερώνει τρεις σελίδες στο γεγονός) με τα ίδια τους τα χέρια τα περήφανα ξύλινα καΐκια τους! Ετσι το βιβλίο μας ψυχαγωγεί βαθιά, αλλά το «Τάι Μο Σαν» καρφώνεται στο μυαλό μας ως μια παράταιρη εκκρεμότητα, μια παράδοξη υπόσχεση εξωτισμού κάτω από τον σκληρό αιγαιοπελαγίτικο ήλιο.

Φαίδων Ταμβακάκης

Η αναπαλαίωση

Εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015, σελ. 80

Τιμή: 11 ευρώ