Αντιφατικά αισθήματα δημιουργεί το διάβασμα της νουβέλας του Γιώργου Κουτσούκου «Ενυδρείο». Αναρωτιέσαι μήπως η πεζογραφία περνάει σε μια άλλη φάση, αφού βιβλία για τα οποία θα αποφαινόσουν παλαιότερα ότι δεν θα έχανες απολύτως τίποτε αν δεν τα είχες διαβάσει, αισθάνεσαι σήμερα μια εικόνα ή μια παρατήρησή τους (για την ακρίβεια πολλές εικόνες και πολλές παρατηρήσεις τους) να επανέρχεται επίμονα μέσα σου. Δεν είναι κυρίως, όσον αφορά το «Ενυδρείο», για τα δυο εξέχοντα ευρήματά του: Η καθεμία «ιστορία» του –37 στο σύνολό τους –να συνδέεται αναπόσπαστα με έναν δρόμο του κέντρου της Αθήνας (υπάρχουν βέβαια και πιο περιφερειακοί δρόμοι, όπως η Αρχελάου, η Χρεμωνίδου, η Γέλωνος, η Μάρκου Μουσούρου, η Νικοσθένους), ούτε επειδή ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής και ήρωας σε όλες τις «ιστορίες», ο Παύλος Καρτίνης, προσπαθεί να έρθει σε επαφή με μια διαφορετική κάθε φορά γυναίκα χρησιμοποιώντας το ίδιο πάντα τέχνασμα. Ρίχνοντας το πορτοφόλι του στα πόδια της και προφασιζόμενος ότι του έπεσε χωρίς να το πάρει είδηση, στήνει το σκηνικό μιας «επαφής» που, ενώ φαίνεται να χειρίζεται ο ίδιος την εξέλιξή της, ακολουθεί μάλλον μια προοπτική όπως τη διαγράφει το «ανύποπτο» θήραμα.

Ο συνδετικός ιστός ανάμεσα στις 37 ιστορίες του Γιώργου Κουτσούκου, χωρίς επιπλέον να γίνεται η ελαχιστότατη μνεία του, είναι ακριβώς η κυρίαρχη κατεύθυνση του σημερινού κόσμου: την εξέλιξη των πραγμάτων να την καθορίζουν όσοι ακριβώς αγνοούν τη γενεσιουργό αιτία τους, ενώ αντίθετα όσοι γνωρίζουν το τι και το πώς, αν και φαίνονται κυρίαρχοι του παιχνιδιού, άβουλοι να ακολουθούν. Το μόνο βέβαια που δεν θα μπορούσες να «προσάψεις» στον Κουτσούκο είναι ένας σκεπτικισμός, αφού τόσο ο ήρωας όσο και οι γυναίκες που έρχεται σε επαφή μαζί τους μοιάζουν μάλλον με αθύρματα, με πρόσωπα αντικαταστατά που, ενώ βρίσκονται στην Αγίου Κωνσταντίνου, στη Μητροπόλεως ή στη Δραγατσανίου, μοιάζει ο προορισμός τους να μπορούσε να αλλάξει πρόρριζα χωρίς να προέκυπτε καμιά απολύτως «ζημιά» στην οικονομία της ζωής τους.

Οπως υπάρχουν «εδώ» θα μπορούσαν να υπάρχουν οπουδήποτε «αλλού» και όπως αναίτια βασανίζονται το ίδιο αναίτια ευτυχούν –αν και η ευτυχία φαίνεται να έχει εκλείψει στα χρόνια της κρίσης. Αν η παρουσία τους στους δρόμους –μέσα στην ίδια τη ζωή δηλαδή –φαίνεται να παραμένει ακόμα και για τους ίδιους ακατανόητη, εξηγείται από το γεγονός ότι αν η συνέχεια μιας απρόβλεπτης συνάντησης καταλήξει στις τουαλέτες μιας καφετέριας για άγριο σεξ είτε σε έναν βιαστικό καφέ στην ίδια καφετέρια είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα. Καμιά βαθύτερη τάξη δεν έχει θιγεί ή δεν έχει αποκατασταθεί, όλα υπάρχουν για να εικονογραφούν την έλλειψη ενός νοήματος.

Αν δεν ίσχυε μια αντίστοιχη βαθύτερη καταβύθιση στις 37 «ιστορίες» του «Ενυδρείου» –παρά τον φαινομενικά ανάλαφρο τρόπο γραφής -, θα είχε κανείς την εντύπωση, καθώς το εύρημα του πορτοφολιού επαναλαμβάνεται συνεχώς (είναι ζήτημα αν δεν συναντάμε το «εύρημα» σε πέντε μόνο ιστορίες), ότι διαβάζει μια και μόνο ιστορία σε ισάριθμες, με τις ιστορίες του βιβλίου, παραλλαγές. Βέβαια όση προσωπικότητα φαίνεται να στερούνται οι άνθρωποι τόση κι ακόμα μεγαλύτερη μοιάζει να διαθέτουν οι ίδιοι οι δρόμοι. Με αποτέλεσμα, αν ποικίλλουν οι αντιδράσεις ανάμεσα σε δυο γυναίκες, που τη μια τη συναντά ο Παύλος Καρτίνης στη Σκουφά και την άλλη στην Πατησίων, να είναι οι ίδιοι οι δρόμοι που τις υπαγορεύουν, καθώς η προϊστορία τους χωρίς να είναι ορατή, γίνεται πιο αισθητή σε σχέση με το παρελθόν των γυναικών που η μόνη μας πληροφορία γι’ αυτές είναι όπως την υποθέτει ο συγγραφέας. Οση επιτυχία θα μπορούσε να πιστωθεί στο βιβλίο του Γιώργου Κουτσούκου, οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η άκρως πετυχημένη παρομοίωση του κέντρου της Αθήνας με ένα ενυδρείο υπηρετείται τόσο πιστά ώστε οι προδιαγεγραμμένες κινήσεις των ψαριών μέσα του να ηχούν σχεδόν ως κινήσεις ελεύθερης επιλογής σε σχέση με τις αντίστοιχες κινήσεις των ανθρώπων στο κέντρο μιας μεγάλης πόλης. Με μια υποδόρια όμως συγκίνηση που αθωώνει ακόμα και την πιο βάναυση συμπεριφορά.