Ξεφύλλιζα τις προάλλες ένα πολύ ασυνήθιστο ειδικό λεξικό. Το χαρακτηρίζω έτσι επειδή τα περισσότερα ειδικά λεξικά εστιάζουν σ΄ ένα ορισμένο θέμα (ή μια ομάδα συναφών θεμάτων). Σπάνια είναι αφιερωμένα σε μια ορισμένη εποχή, αλλά ακόμα και σ΄ αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για μια περίοδο που οι λεπτομέρειές της απασχολούν κυρίως τους ιστορικούς (π.χ.

τα διάφορα λεξικά του αρχαίου κόσμου). Ε, λοιπόν, το Λεξικό της σύγχρονης σκέψης (Πατάκης)

αναφέρεται στη δική μας εποχή. Φιλοδοξεί να περικλείσει στις όχι λιγότερες από 1.371 σελίδες του όλες τις έννοιες, τους θεσμούς, τα φαινόμενα, τις ανακαλύψεις, τα ρεύματα σκέψης που παίζουν έναν ρόλο, μεγαλύτερο ή μικρότερο, στον σημερινό κόσμο, από την πολιτική ώς τη φιλοσοφία, από τις τέχνες και τα γράμματα ώς την οικονομία, από τις επιστήμες ώς τα κοινωνικά κινήματα. Το λεξικό είναι μεταφορά στα ελληνικά ενός αγγλικού έργου, που εμφανίστηκε σε μια πρώτη μορφή το 1977 και από τότε εμπλουτίζεται τακτικά.

Μα, θα μου πείτε, λεξικό, και μάλιστα τόσο ογκώδες, καλοκαιριάτικα, στις διακοπές; Γιατί όχι; Δεν θα το κουβαλήσετε άλλωστε στον υπνόσακό σας, στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου σας θα το βάλετε. Θυμηθείτε ότι ο αστυνόμος Χαρίτος του Μάρκαρη διαβάζει ένα λεξικό για να χαλαρώνει. Τα λεξικά δεν είναι μόνο χρηστικά. Η άσκοπη περιδιάβαση στις σελίδες τους μπορεί να είναι μια πολύ ευχάριστη απασχόληση, που κεντρίζει την περιέργεια και την ικανοποιεί αμέσως, μαθαίνοντάς μας ενδιαφέρο- ντα πράγματα που δεν ξέρουμε ότι δεν τα ξέρουμε. Ανοίγεις, ας πούμε, το εν λόγω λεξικό εδώ κι εκεί και πέφτεις πάνω σε λήμματα όπως «δίλημμα των φυλακισμένων» (δεν είναι αυτό που σας κάνει να φαντάζεστε η επικαιρότητα!), «θεολογία του θανάτου του Θεού», «λατρείες του φορτίου», «μαύρος συντηρητισμός», «παράδοξο της τήρησης των κανόνων», «πουζαντισμός», «υπόθεση των πολλών κόσμων» και πλήθος άλλα, πλάι σε ακόμα περισσότερους όρους που μπορεί να μας θυμίζουν κάτι, αλλά έχουμε ασαφή ή ατελή ιδέα για τη σημασία και το περιεχόμενό τους.

Μια μικρή συνεισφορά μου στον προβληματισμό γύρω από την κρίση του Τύπου: μήπως ένας από τους πολλούς λόγους για την απαξίωση της έντυπης δημοσιογραφίας είναι η ολοένα μεγαλύτερη, εθελόδουλη εξάρτησή της από τον ανταγωνιστή της που λέγεται Διαδίκτυο; Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις πολύ δημιουργικής χρήσης του από σκεπτόμενους δημοσιογράφους (όπου, ας μου επιτραπεί να πω, αυτή η εφημερίδα πρωταγωνιστεί). Αλλά πόσες φορές δεν διαβάζουμε ειδήσεις και κείμενα τσιμπολογημένα από το ΄Ιντερνετ άκριτα και με μακάρια άγνοια του αντικειμένου; Αναγνωρίζουμε τέτοια c(l)opy paste συν τοις άλλοις και από την άθλια απόδοση στα ελληνικά ονομάτων και όρων που συνάντησε ο αμαθής δημοσιογράφος σε ξενόγλωσσους ιστότοπους. Για «Πανεπιστήμιο Τσαρλς της Πράγας» έγραφε προ καιρού ένας στη στήλη του, πιθανώς νομίζοντας πως αυτό το ίδρυμα, ένα από τα παλαιότερα πανεπιστήμια της Ευρώπης, ιδρυμένο το 1348 από τον αυτοκράτορα Κάρολο Δ΄, ξεφύτρωσε πρόσφατα χάρη στη γενναιοδωρία κάποιου Αμερικανού χορηγού ονόματι Τσαρλς, ομοειδούς του Σόρος. Σ΄ ένα άλλο ρεπορτάζ εξ αντιγραφής, αρχαιολογικό αυτό, ο ιστορικός Δίων ο Κάσσιος έγινε Κάσιους Ντίο, επειδή ο αντιγραφέας-μεταφραστής είδε στο ξένο κείμενο την αγγλική μορφή του ονόματος, Cassius Dio, και δεν κάθισε να το ψάξει. Μήπως άλλωστε δεν λέμε και Κάσιους Κλέι;

Ανάμεσα στο 1928 και το 1932, στο απόγειο δηλαδή του κινήματός τους, οι Γάλλοι σουρεαλιστές πραγματοποίησαν δώδεκα συζητήσεις μεταξύ τους με θέμα τη σεξουαλικότητα. Οι συζητήσεις αυτές είχαν χαρακτήρα αυτοεξέτασης. Απαντώντας ειλικρινά και χωρίς αναστολές σε τολμηρές ερωτήσεις που έθεταν ο ένας στον άλλο, οι σουρεαλιστές επιδίωκαν να σπάσουν τα ταμπού, να φέρουν στην επιφάνεια αποσιωπημένες ή απαγορευμένες πτυχές της σεξουαλικής ζωής και να προωθήσουν έτσι τη χειραφέτηση της σεξουαλικής επιθυμίας, σύμφωνα και με το γενικότερο πρόγραμμά τους. Τα πρακτικά των δύο πρώτων από αυτές τις συνεδρίες δημοσιεύτηκαν πολύ σύντομα στο περιοδικό La r volution surr aliste, όλων των επόμενων όμως παρέμεναν αδημοσίευτα ώς σχετικά πρόσφατα. Ο τόμος Οι Σουρεαλιστές συζητούν για το Σεξ (μετάφραση- εισαγωγή Νίκος Τσαπαρής, εκδόσεις Περίπλους, 279 σελίδες) δίνει το περιεχόμενο και των δώδεκα συζητήσεων. Αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής τους ήταν ο «αρχιερέας» του κινήματος Αντρέ Μπρετόν (παρών σε όλες), ενώ ακολουθούν σε συχνότητα συμμετοχής ο Πιερ Υνίκ, ο Υβ Τανγκύ, ο Ζακ Πρεβέρ, ο Μαρσέλ Ντυαμέλ, ο Πωλ Ελυάρ, ο Μπενζαμέν Περέ και άλλοι- συνολικά σαράντα άτομα.

Εκείνο που κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση, από σημερινή σκοπιά, είναι η συμβατικότητα των εξομολογήσεων, σε ό, τι αφορά τόσο την προσωπική ερωτική ζωή όσο και τις γνώμες για τις διάφορες μορφές έκφρασης της σεξουαλικότητας. ΄Οροι όπως «έρωτας», «αγάπη», «σεξουαλική έλξη», «πάθος» χρησιμοποιούνται αδιάκριτα και συγχέονται. Ανορθόδοξες επιθυμίες και πρακτικές συζητούνται ελάχιστα ή καθόλου και συνήθως απορρίπτονται κατηγορηματικά. Ειδικά ο Μπρετόν μιλάει πολύ συχνά σαν δογματικός ηθικολόγος. Αλλά και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα ριζοσπαστικοί (με εμφανέστερη ίσως εξαίρεση τον Ραϋμόν Καινώ, που μπορεί όμως και να κάνει πλάκα ή να θέλει απλώς να προκαλέσει). Εντύπωση κάνει επίσης η ισχνότατη συμμετοχή γυναικών σ΄ αυτές τις συνεδρίες, καθώς και ο γεμάτος υπεκφυγές τρόπος που απαντούν (ένας λόγος μπορεί να ήταν ότι αισθάνονταν άβολα σ΄ ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον). ΄Ισως οι σουρεαλιστές ήταν, σε προσωπικό επίπεδο, γενικά πιο συντηρητικοί από τις διακηρύξεις τους. ΄Η δεν βυθομετρήθηκαν αρκετά σ΄ αυτές τις συζητήσεις. ΄Ισως, πάλι, η εποχή μας είναι τόσο προχωρημένη (ή κορεσμένη) σε σεξουαλικά ζητήματα ώστε ακόμα και αυτό που ήταν αιρετικό πριν από ογδόντα χρόνια μοιάζει σήμερα τετριμμένο. Όπως και να΄χει, δύσκολα αντιστεκόμαστε στο συμπέρασμα, που δεν προκύπτει άλλωστε μόνον από το υλικό αυτού του βιβλίου, ότι ο σουρεαλισμός ήταν ένα κίνημα πολύ πιο ρομαντικό από όσο θέλει η φήμη του.

Αυτές οι δύο φωτογραφίες αποτελούν τις δύο όψεις της ίδιας μαγικής εικόνας. Τις αφιερώνω στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης, στο ΥΠΕΧΩΔΕ και στους αρμόδιους τοπικούς φορείς- δεν θέλω να τους προσδιορίσω ακριβέστερα, μεταξύ άλλων επειδή η μαγική εικόνα είναι τόσο χαρακτηριστική ώστε θα μπορούσε να έχει τη λιτή λεζάντα «Σύγχρονη Ελλάδα».

Πλάι στην Εγνατία, στο τμήμα της ανάμεσα στην Καβάλα και τα τουρκικά σύνορα, ένα δημόσιο αποχωρητήριο, εντυπωσιακό, μοντέρνο και νοικοκυρεμένο (πρώτη φωτογραφία), υπόσχεται από μακριά, με μια μεγάλη πινακίδα, ξαλάφρωμα στους αναγκεμένους ταξιδιώτες. Το πούλμαν που μετέφερε στην Τουρκία εμάς, ένα γκρουπ ΄Ελληνες και Τούρκους συνομιλητές σε μια διμερή συνάντηση φιλίας, έκανε εκεί μια στάση το μεσημέρι της 14ης Ιουνίου και αρκετοί επιβάτες έσπευσαν να κάνουν την ανάγκη τους.

Φευ! Το αποχωρητήριο ήταν κλειδωμένο! Κάποιοι έκαναν τότε τον γύρο του κτηρίου, μπας και ανακαλύψουν κανένα ανοιχτό παραπόρτι. ΄Εφτασαν στην πίσω πλευρά και βρέθηκαν μπροστά σ΄ αυτό το θέαμα (δεύτερη φωτογραφία). Οι Τούρκοι κοίταζαν τους ΄Ελληνες με κάτι σαν συμπόνια, οι ΄Ελληνες δεν είχαμε πού να κρυφτούμε και… τι να λέω περισσότερα. Πιθανό σενάριο για το μυστήριο του αποχωρητηρίου όπου δεν γινόταν να αποχωρήσεις: ο φύλακάς του ήταν κάτοικος γειτονικού χωριού, διορισμένος από την τοπική αυτοδιοίκηση, γύρισε στο χωριό του για να φάει, να πιει τις μπίρες του με την παρέα του, να ρίξει και κανέναν υπνάκο, και φεύγοντας κλείδωσε το κάστρο του. Σου λέει, μη μου λερώσουν τις λεκάνες οι κατουρλήδες περαστικοί όσο θα λείπω! Και βέβαια το κάνει αυτό κάθε μέρα, όπως υποδηλώνει η συσσώρευση μυρωδάτου υλικού στην πίσω μεριά. Υπάρχει και ένα άλλο σενάριο, όχι πολύ πιο απίθανο: σαν μάγκας ΄Ελληνας, να μην πατάει ποτέ στον χώρο που πληρώνεται για να φροντίζει…

Δ. Κ.