Οι επιθετικές πολιτικές παρεμβάσεις που απαιτούνται για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την κλιματική αλλαγή θα κάνουν τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους εάν δεν δοθεί στις κοινωνικές ανησυχίες η προτεραιότητα που τους αξίζει στις πολιτικές συζητήσεις.

Η Ευρώπη έχει μόνο 30 χρόνια για να σταματήσει να χρησιμοποιεί βενζίνη στα αυτοκίνητα, να παράγει ηλεκτρικό ρεύμα από λιθάνθρακα και να θερμαίνει σπίτια με πετρέλαιο, αλλιώς δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τα συμφωνηθέντα για τη μάχη της διεθνούς κοινότητας εναντίον της κλιματικής αλλαγής.

Μια τέτοια σημαντική αλλαγή θα απαιτήσει τεράστιες πολιτικές παρεμβάσεις: νόμους που θα απαγορεύσουν συγκεκριμένες τεχνολογίες, φόρους άνθρακα που θα κάνουν τη χρήση βρώμικης ενέργειας πολύ ακριβή και κρατικά προγράμματα που θα ενθαρρύνουν τη χρήση πιο καθαρών τεχνολογιών. Σε σύγκριση με τις υπάρχουσες πολιτικές για το κλίμα, οι μελλοντικές παρεμβάσεις θα χρειαστεί να είναι σημαντικά πιο επιθετικές. Ενώ σήμερα η τιμή του άνθρακα είναι κάτω από 10 ευρώ, για παράδειγμα, θα χρειαστεί να ανέλθει άνω των 100 ευρώ ώστε να αποτραπεί η χρήση του και να περιοριστούν οι εκλύσεις αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου έως το 2050.

Αυτές οι πολιτικές δεν θα επηρεάσουν μόνο την οικονομία, αλλά θα έχουν και σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις. Τα πιο φτωχά νοικοκυριά που σήμερα δεν μπορούν να αγοράσουν ακριβά νέα ηλεκτρικά αυτοκίνητα θα μείνουν να πληρώνουν σημαντικούς φόρους για άνθρακα, χρησιμοποιώντας τα ίδια παλιά αυτοκίνητα. Τι ειρωνεία, το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις τότε θα χρησιμοποιούν τα έσοδα αυτά για να επιδοτούν πιο πλούσια νοικοκυριά, ώστε να αγοράζουν ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Τα πιο φτωχά νοικοκυριά συνήθως δεν έχουν στην ιδιοκτησία τους σπίτια και έτσι δεν μπορούν να επενδύσουν ενεργά στα επιδοτούμενα ηλιακά πάνελ και στα μέτρα ενεργειακής απόδοσης. Ομως ακόμα κι αν έχουν ιδιόκτητα σπίτια, δεν έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν αυτές τις επενδύσεις. Ετσι, θα πληρώνουν ένα μεγάλο κομμάτι του χαμηλού εισοδήματός τους σε πρόστιμα για μόλυνση, ενώ τα πλούσια νοικοκυριά –που, ούτως ή άλλως, χρησιμοποιούν μικρότερο ποσοστό του εισοδήματος τους για ενεργειακές υπηρεσίες –μπορούν να επενδύουν για να σταματήσουν να χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα και έτσι να πληρώνουν λιγότερους φόρους άνθρακα. Απ’ όλα αυτά συνάγεται πως οι επιθετικές πολιτικές για το κλίμα θα πέσουν δυσανάλογα στους ώμους των πιο φτωχών.

Αντίθετα, οι εταιρείες ακόμα λαμβάνουν φοροαπαλλαγές και ενισχύσεις για να βελτιώσουν ενεργειακά τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό. Αυτές οι εταιρείες συχνά μετακυλίουν το ενεργειακό κόστος στους καταναλωτές. Ταυτόχρονα, οι τεράστιες επενδύσεις που απαιτούνται ώστε μια οικονομία να μη χρησιμοποιεί πολύ άνθρακα, οδηγούν σε μεγάλη ζήτηση κεφαλαίων –η Παγκόσμια Τράπεζα κάνει λόγο για άλλα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις τα επόμενα 15 χρόνια.

Σε όλα αυτά υπάρχει μια προφανής ευκαιρία: εάν μεγαλύτερο κομμάτι των εσόδων από τους φόρους άνθρακα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιορισθεί το αποτύπωμα άνθρακα των πιο φτωχών νοικοκυριών –π.χ. με το να τους δοθεί χρηματοδότηση για επένδυση σε λιγότερο ενεργοβόρες οικιακές συσκευές –τότε θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την πολιτική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Εάν υπάρξει πολιτική θέληση, θα γίνει ένας πιο δίκαιος καταμερισμός των επιπτώσεων από την πολιτική για το κλίμα. Αυτό είναι ουσιώδους σημασίας, επειδή αλλιώς οι απαραίτητες τεράστιες παρεμβάσεις –με τις τιμές του άνθρακα να δεκαπλασιάζονται σε σχέση με τις σημερινές –δεν πρόκειται να γίνουν πολιτικά αποδεκτές.

O Γκέοργκ Ζάκμαν είναι πρώην στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας και συνεργάτης του ινστιτούτου Bruegel. Το κείμενό του γράφτηκε αποκλειστικά για «ΤΑ ΝΕΑ»