Σαράντα χρόνια μετά την αποποινικοποίηση της χρήσης και κατοχής μικρών ποσοτήτων κάνναβης, η Ολλανδία ετοιμάζεται όχι μόνο να νομιμοποιήσει την καλλιέργειά της αλλά και να θέσει το εμπόριό της υπό τον έλεγχο του Δημοσίου. Ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός κομμάτων (λίγο πολύ κεντροδεξιού χαρακτήρα) που με πρωθυπουργό τον Μαρκ Ρούτε θα έχει αναλάβει ώς το τέλος του μήνα τα ηνία της χώρας έχει συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα δράσης στόχος του οποίου, όπως ισχυρίζονται οι εκπρόσωποί του, είναι η πάταξη της παράνομης παραγωγής και διακίνησης της κάνναβης, της μαριχουάνας και του χασίς, που σταδιακώς θα καλλιεργούνται, παρασκευάζονται και πωλούνται νομίμως στην Ολλανδία υπό τον έλεγχο των εθνικών Αρχών.

Προς τον σκοπό αυτό οι αρμόδιες για τη φυτική παραγωγή και τους υγειονομικούς ελέγχους υπηρεσίες θα αναθέσουν (σε πρώτη φάση πειραματικά) σε «επιλεγμένους αγρότες» την καλλιέργεια κάνναβης, η οποία υποχρεωτικά θα είναι bio, αφού θα απαγορεύονται τα φυτοφάρμακα και οι γενετικές τροποποιήσεις. Τελικός στόχος είναι τα προϊόντα να πωλούνται σε κάποιου είδους δημοτικά πρατήρια των οποίων τα κέρδη θα ενισχύουν τον κρατικό κορβανά με ένα ποσό της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ τον χρόνο.

Οι λόγοι για τους οποίους η Ολλανδία αποφασίζει να προχωρήσει στην πλήρη νομιμοποίηση της κάνναβης παρά τις εις βάρος της αιτιάσεις (ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ την είχε κάποτε αποκαλέσει ναρκοκράτος) είναι πολλοί και διάφοροι και δεν σχετίζονται μόνο με την παραδοσιακή και κατά πολλούς ελευθεριάζουσα ανεκτικότητα της κοινωνίας.

Η νομιμοποίηση οφείλεται και σε οικονομικούς λόγους, αφού σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών ο ευρύτερος τζίρος των περίπου 500 κόφισοπ του Αμστερνταμ (όπου το κάπνισμα κάνναβης είναι ελεύθερο) είναι της τάξεως των 5 δισ. ευρώ ετησίως. Οι οικονομικές τους δραστηριότητες ωστόσο δεν φορολογούνται, αφού από νομικής απόψεως η πώληση κάνναβης συνιστά στην Ολλανδία όπως και σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη πράξη λαθρεμπορίας. Αυτό ισχύει εδώ και 70 χρόνια έπειτα από απαίτηση των ΗΠΑ για όλες τις χώρες που χρηματοδοτήθηκαν βάσει του αμερικανικού σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης. Επί της ουσίας δηλαδή η λειτουργία των ολλανδικών κόφισοπ εδώ και δεκαετίες βασίζεται σε ένα νομικό κενό.

Παρόλα τούτα ο επίσημος τραπεζικός τομέας της Ολλανδίας είναι πλέον εκτεθειμένος, σύμφωνα με εκτιμήσεις, με ένα δις ευρώ σε δάνεια προς τα κόφισοπ, πολλά από τα οποία χρηματοδοτούνται συν τοις άλλοις από τις ολλανδικές βιομηχανίες μπίρας. Ενα μέρος αυτών των χρημάτων, όπως είναι κοινό μυστικό, κατευθύνεται προς τη χρηματοδότηση παράνομων φυτωρίων κάνναβης είτε στην Ολλανδία είτε στο γειτονικό Βέλγιο, η παραγωγή των οποίων καλύπτει μεγάλο τμήμα της κατανάλωσης στα κόφισοπ.

Η διαπλοκή της επίσημης οικονομίας με τη μαύρη αγορά κάνναβης έχει εγκατασταθεί λοιπόν εδώ και χρόνια στην Ολλανδία με αποτέλεσμα να απαιτούνται νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα λαμβάνουν υπόψη την πραγματικότητα.

Ενας άλλος, διόλου αμελητέος για την αλλαγή της ολλανδικής νομοθεσίας λόγος είναι εξάλλου και οι αλλαγές αντιλήψεων στις ΗΠΑ όπου η καλλιέργεια και η κατοχή κάνναβης έχουν νομιμοποιηθεί σε πολλές πολιτείες. Η Ολλανδία ήταν και είναι χώρα όπου ο φιλοατλαντισμός έχει βαθιές ρίζες και οι ΗΠΑ παραμένουν παράδειγμα προς μίμηση.

Τέλος, ένας λόγος για τον οποίο η Ολλανδία αποφασίζει να πάει ένα βήμα παραπέρα σε σχέση με τη νομιμοποίηση της κάνναβης φαίνεται να είναι και η ανάγκη επίτευξης πολιτικών ισορροπιών στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Οι χριστιανοδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις επέβαλαν νομοθετικές ρυθμίσεις όπως η υποχρεωτική εκμάθηση του εθνικού ύμνου στα σχολεία και η υποχρεωτική κοινωνική θητεία, συναίνεσαν όμως στο θέμα της κάνναβης και σε άλλα ζητήματα, όπως ο εφεξής περιορισμός της χρήσης των λέξεων «Κύριος» ή «Κυρία» στα δημόσια έγγραφα ούτως ώστε να μην επιδεινώνονται τα προβλήματα ταυτότητας φύλου στη χώρα.