Οταν η ιταλική αστυνομία εισέβαλε σε ένα παραλιακό μπαρ κοντά στη Βενετία τον περασμένο μήνα, βρήκε αφίσες με φασιστικά συνθήματα που υμνούσαν τον Μπενίτο Μουσολίνι, αναφορές σε θαλάμους αερίων και πανό που ανακήρυσσαν το μαγαζί «αποδημοκρατικοποιημένη ζώνη». Αρκούν αυτό το συμβάν και το γεγονός ότι η ιταλική Βουλή συζητά ένα νομοσχέδιο για την ενίσχυση των νόμων κατά της προώθησης του φασισμού για να καταλάβει κανείς ότι η Ιταλία δεν έχει ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το φασιστικό της παρελθόν. Το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα θέλει με τον νόμο αυτό να τιμωρείται ως έγκλημα και με μέχρι δύο χρόνια φυλάκιση η προπαγάνδα υπέρ των ναζιστικών και φασιστικών καθεστώτων. Αλλά οι αντιδράσεις είναι πολλές. Οπως γράφει το «Politico», το αντισυστημικό Κίνημα των 5 Αστέρων θεωρεί ότι το νομοσχέδιο ενταφιάζει την ελευθερία, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος τα δεξιά κόμματα υποστήριξαν ότι «θα ποινικοποιήσει την έκφραση γνώμης και θα αποτελέσει σοβαρή απειλή για την ελευθερία του λόγου». Από την πλευρά του, ο εισηγητής του νομοσχεδίου Εμανουέλε Φιάνο αντιτείνει ότι «αυτό που προσπαθούμε να τιμωρήσουμε είναι η προπαγάνδα και όχι οι ιδέες». Ο ίδιος μιλάει για την ανάγκη να αποφευχθεί η ανακύκλωση των «τρομακτικών παλαιών ιδεών ως λύση στα σημερινά προβλήματα, όπως είναι η αύξηση της φτώχειας και η παγκόσμια μετανάστευση».

Παρά τα σοβαρά εγκλήματα στα Βαλκάνια και στις αφρικανικές αποικίες της Ιταλίας, την καταστροφική συμμαχία με τον Αδόλφο Χίτλερ και την υιοθέτηση φυλετικών νόμων που οδήγησαν στην απέλαση χιλιάδων Εβραίων, μια μειοψηφία Ιταλών εξακολουθεί να τιμά τον Μουσολίνι, θεωρώντας ότι το καθεστώς του ήταν η χρυσή εποχή του νόμου και της τάξης. «Η προσφυγή στον νόμο για την υπεράσπιση των δημοκρατικών αξιών είναι σύμπτωμα του γεγονότος ότι η ιταλική κοινωνία δεν είναι ακόμη σε θέση να παράγει τα δικά της αντισώματα για την καταπολέμηση του φασισμού» σημειώνει ο Φεντερίκο Νίλια, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο LUISS της Ρώμης.

Ισως να μην μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο αγώνας για το τι πραγματικά ήταν το φασιστικό καθεστώς έχει τα χαρακτηριστικά προσωπικής μάχης για τον Τζόρτζιο Φρασινέτι, τον κεντροαριστερό δήμαρχο του Πρενταπίο, γενέτειρας του Μουσολίνι και σημείο της επαναταφής του το 1957 σε ένα μαυσωλείο που αποτελεί σήμερα τόπο προσκυνήματος για τους φασίστες. Περίπου 50.000 άτομα επισκέπτονται κάθε χρόνο αυτήν τη μικρή πόλη των 6.500 κατοίκων, ενώ υπάρχουν καταστήματα που πωλούν κούπες, μπλουζάκια και γυαλιά με φασιστικά συνθήματα και μπουκάλια κρασιού με το πρόσωπό του στην ετικέτα. Ο στόχος του Φρασινέτι είναι η δημιουργία στο Πρενταπίο το 2019 ενός ιδρύματος που θα ξεσκεπάζει τον φασισμό. «Δεν θέλω να το ονομάσω μουσείο, γιατί αυτή η λέξη συνδέεται συνήθως με τιμές. Αυτό που θέλουμε να οικοδομήσουμε εδώ είναι ένα κέντρο μελετών και τεκμηρίωσης για την περίοδο του φασισμού» αναφέρει. «Πρέπει να χαστουκίσουμε τους Ιταλούς με αυτό που πραγματικά ήταν ο φασισμός: το Πρενταπίο θα γίνει κέντρο πολιτισμού αντί νοσταλγίας».

Η ιδέα του δημάρχου προκάλεσε ένα ρήγμα μεταξύ διανοουμένων και ιστορικών. Οι υποστηρικτές του ιδρύματος πιστεύουν ότι θα εκπαιδεύσει τους ανθρώπους για τον φασισμό και θα αποσυνδέσει την πόλη από τον Μουσολίνι και τη διαρκή λατρεία του προσώπου του. Αλλά οι επικριτές ανησυχούν ότι η πόλη θα γίνει ένας ναός του φασισμού. Για την ανθρωπολόγο Μανταλένα Καμέλι, πάντως, είναι πολύ δύσκολο να κατασταλεί ο φασισμός, στην Ιταλία και αλλού. Στο βιβλίο της «Φασίστες της Τρίτης Χιλιετίας» εξετάζει την άνοδο της νεοφασιστικής οργάνωσης Casa Pound, η οποία ιδρύθηκε το 2003. Τα μέλη της επέλεξαν την ονομασία αυτή για να τονίσουν τη συνέχειά τους με τις φασιστικές ιδέες και την επιθυμία τους να τις εφαρμόσουν στα σημερινά κοινωνικά προβλήματα. Αρχικά εφάρμοσαν τακτικές της Ακρας Αριστεράς, όπως η κατάληψη δημόσιων κτιρίων, για να υποστηρίξουν ιδέες όπως η προτεραιότητα των Ιταλών και όχι των μεταναστών στη λίστα για στέγαση ή για εργασία. Δημοσιεύσεις στα κοινωνικά δίκτυα, όπως το επαναλαμβανόμενο σύνθημα «Ιταλοί πρώτα!» δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα για τις προτεραιότητές τους.

Η στρατηγική αυτή άρχισε να αποδίδει πολιτικούς καρπούς με ποσοστά από 2% έως 8% στις δημοτικές εκλογές του Ιουνίου. Υπάρχουν πλέον εκτιμήσεις ότι θα μπορούσε να μπει στο Κοινοβούλιο στις επόμενες εκλογές. Και ο ακτιβισμός συνεχίζεται: «Μια ομάδα φανατικών οργάνωσε εκδήλωση διαμαρτυρίας την περασμένη εβδομάδα στη συνοικία Τορ Μαράντσα της Ρώμης, όπου δημιουργήθηκε ένα νέο κέντρο υποδοχής για μετανάστες. «Κάθε κέντρο υποδοχής θα γίνει το χαράκωμά μας», έγραψαν στο facebook. Αυτά τα μηνύματα έχουν απήχηση σε μεγάλο βαθμό σε μια χώρα που φαίνεται να αισθάνεται τουλάχιστον άβολα στον πρωταγωνιστικό ρόλο της στη μεταναστευτική κρίση της Ευρώπης.

Για να κατανοήσουν τις νέες εκφράσεις του φασισμού, σημειώνει η Καμέλι, οι Ιταλοί πρέπει πρώτα να αποδεχθούν την ιστορική κληρονομιά τους. «Ο φασισμός είναι μια πολιτιστική κληρονομιά με πολύ βαθιές ρίζες στην Ευρώπη» εξηγεί. «Δεν ξεριζώνεται τόσο εύκολα όσο τα ζιζάνια του κήπου».