Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είναι εδώ. Είναι παρόντες όταν ο υπουργός Αμυνας Πάνος Καμμένος για να τιμήσει τη ναυμαχία της Σαλαμίνας εν μέσω παιάνων και συμβόλων της αρχαιότητας περπατά σε στρωμένη με παλέτες κόκκινη μοκέτα στη παραλία για να υποκλιθεί στη θάλασσα στέλνοντας το μήνυμα: «Ηταν μια νίκη που κατά γενική ομολογία υπήρξε καθοριστική για τη διάσωση του δυτικού πολιτισμού».

Ηταν παρόντες και στο Βερολίνο όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος συνάντησε τον γερμανό ομόλογό του Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ πριν από έναν μήνα και είπε για την Ελλάδα: «Αυτή η μικρή χώρα, σε πληθυσμό, σε έδαφος, έχει μια Ιστορία, έναν πολιτισμό. Μεταλαμπάδευσε αυτό τον πολιτισμό και δημιουργήθηκε έτσι ένα μεγάλο κομμάτι του ευρωπαϊκού πολιτισμού».

Αυτά οι πρόγονοι. Σήμερα; Στο απόγειο της ελληνικής κρίσης ο γερμανός νομπελίστας Γκίντερ Γκρας έγραψε για την «Ντροπή της Ευρώπης»: «Στο χάος κοντά, γιατί δεν συμμορφώθηκε στις αγορές· κι εσύ μακριά από τη χώρα που σου χάρισε το λίκνο». «Ζητάμε από τους εταίρους μας αυτή τη στιγμή να σκεφθούν για τον ελληνικό λαό, τι δικαιούται αυτός ο λαός ο οποίος θα το ανταποδώσει στο μέγιστο δυνατό» είπε ο Παυλόπουλος στο Βερολίνο μία εβδομάδα πριν από τη συνεδρίαση του Eurogroup, στο οποίο η κυβέρνηση προσδοκούσε «καθαρή λύση» στο θέμα του χρέους.

Πολιτιστική κληρονομιά ως μοτίβο για κούρεμα χρέους; Με το ερώτημα αυτό ασχολείται η Τζοχάνα Χάνινκ στο βιβλίο της «The Classical Debt: Greek Antiquity in an Era of Austerity» (Το Κλασικό Χρέος: Η Ελληνική Αρχαιότητα σε μία Εποχή Λιτότητας», Harvard University Press, Cambridge/London 2017). Αλλά, «πόσα δισεκατομμύρια κοστίζει η «Αντιγόνη»;» ρωτά ο Ούβε Βάλτερ κατά τη βιβλιοπαρουσίασή του, στη χθεσινή «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ». Και παραπέμπει στον Καρλ Μαρξ, ο οποίος «προσδιόρισε καλύτερα από κάθε άλλον πού μπορεί να οδηγήσει η υπερβολική δόση στη χρήση της Ιστορίας», όταν έγραφε στη «18η Μπριμέρ» για την επανάσταση και τον Ναπολέοντα: «Η παράδοση όλων των νεκρών γενεών βαραίνει σαν βραχνάς στο μυαλό των ζωντανών. Και όταν ακόμα οι ζωντανοί δείχνουν σαν να εργάζονται για να ανατρέψουν τους εαυτούς τους και τα πράγματα και να δημιουργήσουν κάτι που δεν έχει προϋπάρξει, ιδίως σε αυτές τις εποχές της επαναστατικής κρίσης, ανασύρουν φοβισμένοι τα πνεύματα του παρελθόντος στην υπηρεσία τους, δανείζονται τα ονόματά τους, τα μαχητικά συνθήματά τους, τις στολές τους για να παραστήσουν με την αρχαιοπρεπή αυτή σεβάσμια μεταμφίεση και με αυτή τη δανεισμένη γλώσσα, τη νέα σκηνή της παγκόσμιας Ιστορίας».

Την ελληνική εκδοχή της διαπίστωσης του Μαρξ παρουσιάζει η βρετανίδα ερευνήτρια της κλασικής αρχαιότητας στο βιβλίο της. Αγγλοι και Γερμανοί εραστές της αρχαιότητας, λέει ο βιβλιοπαρουσιαστής, όχι μόνο δημιούργησαν για τους εαυτούς τους μια ιδεατή εικόνα της αρχαίας Ελλάδας, αλλά αυτή η εικόνα καθόρισε από τα τέλη του 18ου αιώνα σε μεγάλη έκταση την κοινωνική και πνευματική ελίτ στα ελληνικά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και της ελληνικής διασποράς –ο Αδαμάντιος Κοραής δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο έδαφος του ελληνικού κέντρου. Αυτό που η Χάνινκ «δεν κουράζεται να αποκαλεί «αποικιοκρατία» συνόδευσε τη σύσταση του νεοελληνικού έθνους πέρα από τον 19ο αιώνα και αποδείχθηκε «χρυσή φυλακή»».

«Η σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερή, συνεχίζει την παράδοση των προκατόχων της όταν επικαλείται κάθε φορά την αρχαιότητα ως καθοριστική συνεισφορά της χώρας στη Δύση» λέει o Βάλτερ. Στη διάσταση αυτή στηρίζεται η Χάνινκ για να παρουσιάσει τους σημερινούς Ελληνες ως «θύματα μιας ετεροπροσδιορισμένης εικόνας του εαυτού τους και κυρίως ως αθώους οφειλέτες». Διότι ο τίτλος και η κεντρική ιδέα του βιβλίου θέτουν το ερώτημα: χρωστάμε εμείς ως δυτικός πολιτισμός στους αρχαίους Ελληνες πολιτισμικά και πνευματικά τόσο πολλά ώστε οι σημερινοί Ελληνες να μπορούν να συμψηφίσουν τα χρέη τους; Και πιο απλά: πόσα εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια κοστίζει η «Αντιγόνη»;

Με το κόστος καθαυτό δεν ασχολείται η Χάνινκ στο βιβλίο, πέραν της περιπέτειας μιας κερδοσκοπικής Φιλελληνικής Επιτροπής στην Αγγλία που είχε εκδώσει Ομόλογα Ανεξαρτησίας, αλλά πτώχευσε με την πρώτη κρίση χρέους του νεοελληνικού κράτους. Η θέση της Χάνινκ έχει «όλα τα χαρακτηριστικά μετα-αποικιοκρατικού αυτομαστιγώματος. Χρωστάμε πράγματι στους Ελληνες: όχι για τη δημοκρατία, τον Παρθενώνα, την «Αντιγόνη», αλλά επειδή κρατήσαμε τον ελληνικό λαό φυλακισμένο ενός κατασκευασμένου παρελθόντος και τώρα τον τιμωρούμε γιατί δεν πληροί τις προδιαγραφές» λέει ο Βάλτερ.

Στο φωτογραφικό υλικό του βιβλίου περιλαμβάνεται και φωτογραφία της Μελίνας Μερκούρη με τον φοιτητή τότε Μπόρις Τζόνσον, πρόεδρο της Ενωσης της Οξφόρδης, ύστερα από συζήτηση για την επιστροφή των Μαρμάρων που ο Τζόνσον θέλει να μείνουν στο Λονδίνο.