Ο Μακρόν το είχε πει εξ αρχής: Είμαι ni de droite ni de gauche. Ούτε αριστερός ούτε δεξιός –ένας προοδευτικός απέναντι στους συντηρητικούς κάθε τύπου. Η Λεπέν, απέναντί του, δεν προσπαθεί απλώς να απαλλαγεί από τη βαριά αποφορά της ακροδεξιάς κληρονομιάς της. Δηλώνει κι αυτή υπεράνω της διαχωριστικής γραμμής Αριστερά – Δεξιά. Μια «πατριώτισσα» απέναντι στους mondialistes, τους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης.

Κι έτσι, αυτός ο ασυνήθιστος δεύτερος γύρος των γαλλικών προεδρικών εκλογών, από τον οποίο απουσιάζουν οι εκπρόσωποι των παραδοσιακών κομμάτων της Δεξιάς και της Αριστεράς, δεν θέτει μόνο δραματικά ερωτήματα για το μέλλον της Γαλλίας και της Ευρώπης. Δεν αμφισβητεί μόνο την παραδοσιακή κομματική διάταξη της Ε’ Γαλλικής Δημοκρατίας. Διατυπώνει ξανά, με νέα ένταση, και το κλασικό ερώτημα: Εχει ακόμη νόημα η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς; Ή έχει πια ξεπεραστεί;

Το ερώτημα αυτό ακριβώς έθετε την επομένη των εκλογών μια μεγάλη δημοσκόπηση της εφημερίδας «Libération». Το 66% των Γάλλων απαντούσε πως «όχι». Η διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς δεν έχει πια νόημα (83% μεταξύ των ψηφοφόρων Μακρόν, 70% μεταξύ των ψηφοφόρων Λεπέν). Και μόνο ένα 17% δήλωνε πως βρίσκει ακόμη νόημα στη διαχωριστική γραμμή που μας κληροδότησε, εδώ και δύο αιώνες, η Γαλλική Επανάσταση.

Δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις. Είναι και η κοινωνική και γεωγραφική κατανομή της ψήφου. Η ψήφος στη Λεπέν, λένε οι αναλυτές, αποτυπώνει μια ρωγμή ανάμεσα στη Γαλλία των αστικών κέντρων και εκείνη των μικρών κοινοτήτων, τη Γαλλία των νέων και τη Γαλλία των ηλικιωμένων, τη Γαλλία της Δύσης και εκείνη του Βορρά και της Ανατολής, τη Γαλλία των μεσαίων και άνω και εκείνη των μεσαίων και κάτω. Και όλα αυτά συνοψίζονται σε μια ρωγμή ανάμεσα σε μια Γαλλία αισιόδοξη και «ανοιχτή» και μια Γαλλία απαισιόδοξη και «κλειστή».

Πώς διαβάζεται αυτή η διχοτόμηση με όρους Δεξιά – Αριστερά; Ποιος εκπροσωπεί τη Γαλλία που θέλει να είναι ανοιχτή στην Ευρώπη και τον κόσμο και ποιος εκπροσωπεί μια Γαλλία περίκλειστη, που θέλει να νιώθει προστατευμένη πίσω από σύνορα, ευρωσκεπτικιστική, που νοσταλγεί ένα παρελθόν όπου «όλα ήταν καλύτερα»; Και πώς τοποθετείται αυτή η διάκριση στον κλασικό άξονα Δεξιάς – Αριστεράς;

Ο Μιτεράν είχε πει κάποτε: «Οποιος λέει ούτε Δεξιά ούτε Αριστερά, εννοεί ούτε Αριστερά ούτε Αριστερά». Κάποτε, πράγματι, η άρνηση της διαχωριστικής γραμμής ήταν μια κραυγή αγωνίας μιας Δεξιάς που ασφυκτιούσε στο δικό της μισό του γηπέδου. Μα ύστερα ήρθαν ο Κλίντον, ο Μπλερ, ο Σρέντερ και ο τρίτος δρόμος. Μια προσπάθεια υπέρβασης της διαχωριστικής γραμμής εξ αριστερών, που θα επέτρεπε σε μια ασφυκτιούσα Αριστερά να κυβερνά, έστω και με παραχωρήσεις στις ιδέες των αντιπάλων της.

Η κρίση του 2008 έθεσε όλο αυτό το εγχείρημα σε δοκιμασία. Μπορεί η κρίση να είχε την ένταση και το βάθος των δύο μεγάλων κρίσεων των αρχών της δεκαετίας του ’30 και των αρχών της δεκαετίας του ’70, αλλά ενώ εκείνες είχαν προκαλέσει μια σεισμική μετατόπιση των ιδεολογικών πλακών –η πρώτη προς την κατεύθυνση των ιδεών του Κέινς και τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση, η δεύτερη προς την κατεύθυνση των ιδεών του Χάγεκ και τη φιλελεύθερη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» –η κρίση του 2008, ακόμη κι αν η διαχείρισή της σε οικονομικό επίπεδο ήταν σχετικά επιτυχής, παραμένει στο επίπεδο των ιδεών ορφανή και στο επίπεδο της πολιτικής αμετάφραστη. Αμετάφραστη με όρους δημοκρατίας, τουλάχιστον.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια αδυναμία της Αριστεράς να διατυπώσει μια πειστική απάντηση στις προκλήσεις της κρίσης. Η κυβερνώσα Αριστερά κατέληξε αποξενωμένη από τα βασικά κοινωνικά της ακροατήρια, στα μάτια των οποίων κυβέρνησε πολύ «δεξιά» και έπαψε να τα αντιπροσωπεύει. Μια άλλη Αριστερά επιχείρησε να αντιδράσει με μια φυγή προς έναν αριστερό ριζοσπαστισμό, από τον οποίο προέκυψαν ο Κόρμπιν στη Βρετανία, ο Σάντερς στις ΗΠΑ, το Podemos, ο ΣΥΡΙΖΑ και εν τέλει ο Μελανσόν του 2017 στη Γαλλία.

Αλλά και αυτή η απάντηση έδειξε τα όριά της. Η ήττα του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ, η ηθική του απαξίωση, γίνεται αντιληπτή ως επικήδειος του ρεύματος σε όλη την αριστερή γεωγραφία της Ευρώπης –τόσο ώστε ο Μελανσόν να επαναλαμβάνει προεκλογικά «εγώ δεν είμαι Τσίπρας» για να καθησυχάσει τους πιστούς του. Ο Κόρμπιν προεξοφλείται ότι οδηγεί τους Εργατικούς σε εκλογική ήττα τον Ιούνιο. Και ο Μελανσόν δοκιμάζει μια ηθική ήττα, καθώς το βράδυ των εκλογών αρνήθηκε να διαλέξει μεταξύ Μακρόν και Λεπέν –σαν σε καρικατούρα του ιστορικού λάθους της κομμουνιστικής Διεθνούς, που αρνούνταν να διαλέξει ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και τους Ναζί, με το επιχείρημα ότι η πολιτική των πρώτων οδηγεί στους δεύτερους, μέχρι να βρεθούν οι γερμανοί κομμουνιστές στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Και τώρα; Μια ανάγνωση των πραγμάτων μάς καλεί να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι η διάκριση Αριστερά – Δεξιά εξάντλησε τη συμβολική της δυναμική, δεν μας βοηθά να διαβάσουμε τις αλλαγές στον κόσμο μας, να τις κατανοήσουμε και να τις καθοδηγήσουμε υπέρ της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης. Χρειάζονται νέες πολιτικές συνθέσεις των προοδευτικών απέναντι στους συντηρητικούς, των «ανοιχτών» απέναντι στους «κλειστούς». Η περίπτωση Μακρόν, δηλαδή. Μια άλλη ανάγνωση των πραγμάτων επιμένει πως αν η δημοκρατία απειλείται από την επιστροφή της αντιδραστικής σκέψης και την ανάδυση ενός νέου, εθνοκεντρικού αυταρχισμού, η απειλή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί δίχως μια νέα νοηματοδότηση της διαχωριστικής γραμμής Αριστερά – Δεξιά. Γιατί μόνο αυτή έχει το ιστορικό και συμβολικό βάρος ώστε γύρω της να ανασυντεθεί η εμπιστοσύνη στη φιλελεύθερη δημοκρατία και να απογομωθεί η αυταρχική απειλή. Να ξανακερδηθεί το κοινωνικό ακροατήριο εκείνων που νιώθουν πως είναι οι ξεχασμένοι, οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης. Και που γλιστρούν στη σκοτεινή γοητεία του λεπενισμού.

Μπορεί να είναι αυτή η περίπτωση Μακρόν; Μια διορθωμένη, ευρωπαϊκή εκδοχή του μπλερικού τρίτου δρόμου; Ας μη βιαζόμαστε. Προς το παρόν, ο Μακρόν είναι η αναγκαία άμυνα της δημοκρατίας απέναντι στον λεπενικό κίνδυνο. Εστω κι αν δεν είναι η απάντηση στο βαθύτερο πρόβλημά της, έστω και αν δεν αντιμετωπίζει τους ιστορικούς κινδύνους που την απειλούν. Αισιοδοξούμε. Αλλά οι ιστορικοί μάς θυμίζουν ότι οι μεγάλες κρίσεις δεν έχουν πάντα χάπι εντ.