Η διαδρομή του: Πρώην ευρωβουλευτής και πρώην εκπρόσωπος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο 49χρονος Μπενουά Αμόν διατέλεσε υφυπουργός Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας και Κατανάλωσης στην κυβέρνηση του Ζαν-Μαρκ Ερό από τον Μάιο του 2012 έως τον Μάρτιο του 2014 και υπουργός Παιδείας τους πρώτους τέσσερις μήνες της κυβέρνησης Βαλς, από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο –οπότε υποχρεώθηκε σε παραίτηση από κοινού με τον Αρνό Μοντμπούρ και την Ορελί Φιλιπετί λόγω της κριτικής του στη σοσιαλφιλελεύθερη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης. Από εκείνη τη στιγμή και εξής, ο Μπενουά Αμόν έγινε, μαζί με τον Μοντμπούρ, εμβληματική φιγούρα του κινήματος των frondeurs, των «ανταρτών» του Σοσιαλιστικού Κόμματος.

Οι ιδέες του: Μοιράζεται με τον Αρνό Μοντμπούρ τη θέση πως το κράτος πρέπει να ακολουθεί πολιτική παρεμβατισμού στην οικονομία, τοποθετείται ωστόσο αριστερότερα του πρώην συμμάχου του στην πολιτική σκακιέρα. Δηλωμένος εχθρός όλων των ανισοτήτων, προτείνει ένα καθολικό ελάχιστο εισόδημα της τάξης των 750 ευρώ μηνιαίως ως απάντηση στην «αυξανόμενη σπανιότητα της εργασίας», ένα θέμα για το οποίο δέχεται πολλά εσωκομματικά πυρά, με κυριότερο αντεπιχείρημα το υπέρμετρο οικονομικό κόστος που συνεπάγεται. Υπέρμαχος ενός περιορισμού των ελεύθερων συναλλαγών και της εθνικοποίησης τραπεζικών ιδρυμάτων, υπερασπίζεται μια νέα μορφή κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Υπερασπίζεται επίσης την ιδέα της συνταξιοδότησης στα 60 χρόνια, χωρίς αύξηση του χρόνου καταβολής εισφορών, γεγονός που τον διαχωρίζει από τη σημερινή γραμμή του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Υπόσχεται επίσης να καταργήσει, εφόσον εκλεγεί, την εργασιακή μεταρρύθμιση που ακούει στο όνομα «νόμος Ελ Κομρί». Στο μέτωπο της κοινωνίας, δίνει μάχη για τη νομιμοποίηση της κάνναβης. Στο τελευταίο των τριών τηλεοπτικών ντιμπέιτ μεταξύ των επτά διεκδικητών του χρίσματος, ο βουλευτής των Ιβλίν ήταν (μαζί με τον Εμανουέλ Μακρόν) αυτός που δέχθηκε τα περισσότερα πυρά: η δυναμική που ανέπτυσσε ήδη από τον Δεκέμβριο είχε πια αρχίσει να τρομάζει.

Η φιλοδοξία του: Να γίνει φορέας μιας «εναλλακτικής λύσης» τη στιγμή που «οι προεδρικές θητείες διαδέχονται η μία την άλλη, αλλά τα θεμελιώδη προβλήματα των άλλων παραμένουν ανεπίλυτα».