Πρώτα τα καλά νέα για τον Φρανσουά Ολάντ και τον Μανουέλ Βαλς: η δέκατη κατά σειρά ημέρα κινητοποιήσεων εναντίον του Νόμου Εργασία, της αμφιλεγόμενης εργασιακής μεταρρύθμισης που προωθούν, κατέβασε στους δρόμους λιγότερους Γάλλους από τις προηγούμενες. Από 70.000 έως 200.000 άνθρωποι διαδήλωσαν σε ολόκληρη τη Γαλλία, ανάλογα αν ρωτούσε κανείς την αστυνομία ή τους διοργανωτές, από 19.000-20.000 έως 60.000 διαδήλωσαν στο Παρίσι, ξεκινώντας από την πλατεία της Βαστίλλης για μια κυκλική διαδρομή μόλις 1,6 χιλιομέτρων, όπως ακριβώς είχε συμφωνηθεί την Τετάρτη με τις Αρχές. Τα μέτρα ασφαλείας στο Παρίσι ήταν αυστηρότατα, είχαν κινητοποιηθεί περισσότεροι από 2.000 αστυνομικοί, πραγματοποιήθηκαν προληπτικά καμιά εκατοστή προσαγωγές, υπήρχε κλίμα έντασης αλλά η διαδήλωση έκλεισε ειρηνικά, τα βίαια επεισόδια της 14ης Ιουνίου δεν επαναλήφθηκαν. Μόνο στη Ρεν σημειώθηκαν κάποια έκτροπα, βανδαλισμοί ως επί το πλείστον. Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, είναι άλλο. Είναι αυτή η ερώτηση χωρίς απάντηση που απηύθυνε χθες η «Μοντ»: «Μα τι στο καλό συμβαίνει στην κορυφή του κράτους;» Διότι τα όσα εκτυλίχθηκαν προχθές, η απαγόρευση της διαδήλωσης την οποία πήρε πίσω έπειτα από τρεις ώρες η κυβέρνηση, συντείνουν στην εντύπωση πως στην «κορυφή του κράτους», για να το πούμε απλά, έχει χαθεί ο μπούσουλας.

Αρχικά, μετά τα επεισόδια που ξέσπασαν στο περιθώριο της διαδήλωσης της 14ης Ιουνίου, η κυβέρνηση είχε υιοθετήσει μια συμπαγή στάση απειλώντας με μια φωνή να απαγορεύσει, εν μέσω Euro, οποιαδήποτε νέα κινητοποίηση ενείχε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Δύο ημέρες πριν από τις νέες προγραμματισμένες διαδηλώσεις της CGT και των υπόλοιπων έξι συνδικάτων και ενώσεων που πρωταγωνιστούν στη μάχη εναντίον του Νόμου Εργασία, την Τρίτη, το υπουργείο Εσωτερικών πρότεινε ως συμβιβαστική λύση μια «στατική συγκέντρωση». Τα συνδικάτα αρνήθηκαν, αντιπροτείνοντας εναλλακτικές διαδρομές, αντί της πορείας μεταξύ της Βαστίλλης και της place de la Nation που είχαν αρχικά ορίσει. Το υπουργείο Εσωτερικών αρνήθηκε για λόγους ασφαλείας. Το πρωθυπουργικό μέγαρο επίσης αρνήθηκε, για λόγους σαφώς πιο πολιτικούς: ο Μανουέλ Βαλς δεν ήθελε να τρωθεί η εικόνα της αποφασιστικότητας που καλλιεργεί. Ο Φρανσουά Ολάντ, από την πλευρά του, προτίμησε να μείνει έξω από τον καβγά.

Το σφάλμα. Τετάρτη πρωί η κυβέρνηση προαναγγέλλει απαγόρευση της διαδήλωσης. Κάνει ένα βασικό σφάλμα: θεωρεί, αντιμετωπίζει, την απαγόρευση περισσότερο ως μια τεχνική παρά ως μια πολιτική απόφαση. Μόνο που οι αντιδράσεις είναι θυελλώδεις. Από την Ακροδεξιά μέχρι την Ακροαριστερά, τα χτυπήματα πέφτουν βροχή. Ακόμα και Σοσιαλιστές βουλευτές που δεν ανήκουν στην πτέρυγα των «ανταρτών» εξεγείρονται με αυτή την πρωτοφανή, μετά το 1967, απαγόρευση. «Κάνετε μια τεράστια ανοησία» προειδοποιεί μέσω SMS τα υψηλότερα κλιμάκια της κυβέρνησης ο Λοράν Μπερζέ, ο επικεφαλής του μεταρρυθμιστικού συνδικάτου CFDT, βασικού στηρίγματος της κυβέρνησης όσον αφορά στον Νόμο Εργασία.

Μέσα στο πανδαιμόνιο, CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) και FO (Εργατική Δύναμη) απαιτούν και εξασφαλίζουν συνάντηση με τον υπουργό Εργασίας Μπερνάρ Καζνέβ. Ο οποίος περνάει τη μισή της 45λεπτης συνάντησης μιλώντας τους για τρομοκρατία, Euro, casseurs (ταραχοποιούς) και εξαντλημένους αστυνομικούς. Προτείνει στους συνδικαλιστές να μεταθέσουν τη διαδήλωση στις 28 Ιουνίου. Εκείνοι αρνούνται. Τη συμβιβαστική λύση, της μικρότερης διαδρομής, θα τη δώσει τελικά ο αστυνομικός διοικητής του Παρισιού Μισέλ Καντό. Η απαγόρευση αίρεται. Κρίμα που ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Στεφάν Λε Φολ την είχε επιβεβαιώσει μόλις μισή ώρα νωρίτερα.

Βλέπει μπάλα. Ενώπιον της γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, ο Μανουέλ Βαλς θα επιχειρήσει να παρουσιάσει αυτό το τετ-α-κε ως έναν ελιγμό μιας κυβέρνησης «που κάνει τα πάντα ώστε να επιτρέψει τη δημοκρατική έκφραση» των πολιτών. Αλλοι επιχειρούν να οδηγήσουν την τέχνη του damage control σε νέα ύψη, υποστηρίζουν πως η απαγόρευση ήταν εξαρχής ένα τέχνασμα, ένας μοχλός πίεσης –που πέτυχε. Τίποτε από όλα αυτά, ωστόσο, δεν αναιρεί την εντύπωση του αυτοσχεδιασμού και των τριβών στην κυβέρνηση: επισήμως ο Βαλς συστρατεύεται πλήρως με τον Ολάντ, συνεργάτες του ωστόσο κατηγορούν τον γάλλο πρόεδρο πως δεν αναλαμβάνει ποτέ την ευθύνη για τα δύσκολα και αφήνει τον πρωθυπουργό του να κάνει τη «βρώμικη δουλειά». «Με τον Ολάντ, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα έναν χρόνο πριν από τις προεδρικές εκλογές. Ολες οι αντιλαϊκές αποφάσεις είναι για τον Βαλς και όλα τα ποδοσφαιρικά ματς των 21.00 είναι για τον πρόεδρο». Τελικά, «καλά νέα» δεν υπάρχουν.