Είναι η ιστορία ενός περιοδικού που μετρά 172 χρόνια ζωής και παρότι δεν γνωρίζει πια την αλλοτινή του εμπορική επιτυχία μπορεί να υπερηφανεύεται για μια κυκλοφορία 1,6 εκατ. αντιτύπων, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, και ετήσια κέρδη 84 εκατ. ευρώ. Ενός περιοδικού που επονομάζεται και «βίβλος του φιλελευθερισμού», του «Economist». Εναν μήνα αφότου πούλησε τους «Financial Times» στον ιαπωνικό όμιλο Nikei έναντι 1,18 δισ. ευρώ, ο βρετανικός εκπαιδευτικός όμιλος Pearson ανακοίνωσε χθες πως συμφώνησε να πουλήσει έναντι συνολικά 654 εκατ. ευρώ και το μερίδιο 50% που είχε στον «Economist» από το 1957, όταν είχε αγοράσει τους «Financial Times». Μεγαλύτερος μέτοχος γίνεται πια η οικογένεια Ανιέλι. Ούτε αυτή ούτε κανένας άλλος όμως δεν θα έχει ποτέ τον (απόλυτο) έλεγχο του περιοδικού. Φρόντισαν για αυτό μια μοναδική εταιρική δομή που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1920 –αλλά και η οικογένεια Ρότσιλντ.

Βάσει της εν λόγω περίπλοκης δομής που σχεδιάστηκε ώστε να προστατεύει την ανεξαρτησία του «Economist», κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν μπορεί να αποκτήσει ποσοστό μεγαλύτερο του 50%. Τέσσερις ανεξάρτητοι διαχειριστές μάλιστα φροντίζουν ώστε να μη μεταβιβαστούν μετοχές σε κανένα «ακατάλληλο», για το κύρος του περιοδικού, πρόσωπο. Το 50% που δεν ανήκε στον όμιλο Pearson ήταν μοιρασμένο σε γαλαζοαίματες οικογένειες της Αγγλίας (Ρότσιλντ, Κάντμπουρι, Σρέντερ), απογόνους παλαιότερων διευθυντών και δεκάδες νυν και πρώην εργαζομένους. Για κάποιους από αυτούς δεν ήταν απλώς μια επικερδής επένδυση: όπως επισημαίνει το «Politico», στον κόσμο των επιχειρήσεων και της πολιτικής ένα μερίδιο στον «Economist» είναι «το απόλυτο επισκεπτήριο». Ηταν λοιπόν αποφασισμένοι να μην αφήσουν κανέναν «ξένο» να αποκτήσει τον έλεγχο.

Πριν αποφασίσει να αφιερωθεί στις εκπαιδευτικές του δραστηριότητες, ο ίδιος ο Πίρσον το είχε επιχειρήσει πολλές φορές, χωρίς αποτέλεσμα. Αλλοι δημοσιογραφικοί όμιλοι, όπως ο Bloomberg και ο Axel Springer, που προσεγγίστηκαν τους τελευταίους μήνες μήπως αγόραζαν το μερίδιο του Πίρσον έκαναν πίσω λόγω αυτής, ακριβώς, της αδιαπέραστης δομής.

Ο Πίρσον δεν είχε λοιπόν άλλη επιλογή παρά να στραφεί σε άλλους μετόχους. Και με το που έγινε γνωστό αυτό, οι παρατηρητές στράφηκαν στη λαίδη Λιν Φόρεστερ ντε Ρότσιλντ, την αμερικανίδα δικηγόρο, επιχειρηματία και σύζυγο του σερ Εβελιν ντε Ρότσιλντ. Η περιουσία του ζεύγους εκτιμάται στα 652 εκατ. ευρώ. Λένε όμως πως είναι λίγες οι επενδύσεις τους που αγαπούν όσο το μερίδιο που έχουν οι Ρότσιλντ στον «Economist» εδώ και 70 χρόνια: 21% μέχρι πρόσφατα, 26% πλέον, το δεύτερο μεγαλύτερο. Και αυτό όχι μόνο για οικονομικούς ή λόγους πρεστίζ αλλά διότι «βλέπουν τον εαυτό τους ως προστάτες μιας ευγενούς δημοσιογραφικής κληρονομιάς, ενός σπουδαίου βρετανικού θεσμού».

Οι Ανιέλι. Η λαίδη Λιν είναι διαχειρίστρια του οικογενειακού μεριδίου και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του «Economist» από το 2002. Οσο φούντωναν λοιπόν οι φήμες πως το μεγαλύτερο ποσοστό του Πίρσον θα το αγόραζε μια άλλη γνωστή οικογένεια, οι Ανιέλι, τόσο φούντωνε και η περιέργεια για τη στάση που θα κρατούσε.

Η Exor, η εταιρεία συμμετοχών της οικογένειας Ανιέλι και από τους βασικούς μετόχους της αυτοκινητοβιομηχανίας Fiat Chrysler, απέκτησε για πρώτη φορά μετοχές του «Economist» το 2009 και πριν από τη συμφωνία με τον Πίρσον ήλεγχε το 4,7%, με τον 39χρονο Τζον Ελκαν, εγγονό και κληρονόμο του Τζιάνι Ανιέλι, να συμμετέχει σταθερά στο διοικητικό συμβούλιο του περιοδικού. Εφεξής και αφού καταβάλει στον Πίρσον 400 εκατ. ευρώ θα ελέγχει το 43,4%. Οι υπόλοιπες μετοχές του βρετανικού ομίλου αγοράστηκαν έναντι 254 εκατ. ευρώ από το ίδιο το Economist Group, που θα πουλήσει για τον σκοπό αυτόν την έδρα του περιοδικού στη συνοικία Σεν Τζέιμς του Λονδίνου. Ετσι αυξάνονται και τα μερίδια των υπόλοιπων μετόχων.

Βάσει της συμφωνίας όμως, το καταστατικό του περιοδικού θα τροποποιηθεί ώστε να περιοριστεί το δικαίωμα ψήφου οποιουδήποτε μεμονωμένου μετόχου στο 20%. Και έτσι όλοι, συμπεριλαμβανομένων των πέντε τελευταίων διευθυντών του περιοδικού που εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση, έμειναν ευχαριστημένοι. «Δεν θέλουμε κανέναν μεμονωμένο όμιλο να ελέγχει τον «Economist». Πιστεύουμε όλοι πως είναι το καλύτερο για το κύρος του περιοδικού» δήλωσε η λαίδη Λιν. «Ο «Economist» υπάρχει από το 1843 και θα έπρεπε να κάνουμε αυτήν τη συζήτηση το 3043, τόσο καλή είναι αυτή η συμφωνία».