Την πρώτη συνθήκη στην Ιστορία που θέτει κανόνες στο εμπόριο συμβατικών όπλων, συνδέοντας τους αγοραστές με τα έργα και τις ημέρες τους στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υιοθέτησε με συντριπτική πλειοψηφία η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Η Συνθήκη Εμπορίου Οπλων υιοθετήθηκε από τον Οργανισμό έπειτα από μία βδομάδα διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους του Ιράν, τη Συρία και τη Βόρεια Κορέα που είχαν μπλοκάρει το αρχικό σχέδιο. Η ένσταση των τριών εκπροσώπων ήταν ότι η συνθήκη ήταν ατελής και ότι μεροληπτούσε εις βάρος των χωρών τους. Η συνθήκη που υιοθετήθηκε τελικά υποχρεώνει τα κράτη που εξάγουν όπλα να λαμβάνουν υπόψη τους ότι δεν πρέπει να καταλήγουν σε καθεστώτα που συνδέονται με την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το οργανωμένο έγκλημα ή την τρομοκρατία. Απαγορεύει επίσης την αποστολή φορτίων εάν από την πώληση τίθεται σε κίνδυνο η ζωή γυναικών και παιδιών.

Σύμφωνα με τη συνθήκη, οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να δημοσιοποιούν κάθε χρόνο τον όγκο των πωλήσεων συμβατικών όπλων και σε τέτοια επίπεδα διαφάνειας που κάνουν τις οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα να ελπίζουν ότι θα περιοριστεί δραστικά το λαθρεμπόριο όπλων. Η συνθήκη ψηφίστηκε τελικά από 153 μέλη του ΟΗΕ, ενώ καταψήφισαν τρία μέλη. Συνολικά 23 χώρες, μεταξύ των οποίων κάποιες της Λατινικής Αμερικής και η Ρωσία, απείχαν από την ψηφοφορία. Ο ρώσος εκπρόσωπος επικαλέστηκε ασάφειες στη συνθήκη, όπως κατά τη γνώμη του είναι ο ορισμός της γενοκτονίας. Αντίθετα, τη συνθήκη υποστήριξαν με θέρμη πολλές αφρικανικές χώρες, αν και θα προτιμούσαν την αρχική και πιο αυστηρή εκδοχή. Για να τεθεί σε ισχύ, η Συνθήκη Εμπορίου Οπλων θα πρέπει να επικυρωθεί από 50 χώρες. Δεδομένης της στήριξης που έτυχε στον ΟΗΕ, θεωρείται βέβαιο ότι θα τεθεί σε ισχύ εντός του έτους.