Ένας πατέρας προσπαθεί να καταλάβει πώς η κόρη του έγινε καμικάζι. Ένας

Βρετανός δημοσιογράφος περιγράφει σκηνές καταστροφής και αυταρχισμού έξω από

το πολιορκημένο αρχηγείο του Αραφάτ. Δύο κάτοικοι της πόλης – μια Ελληνίδα και

ένας Παλαιστίνιος – μιλούν στα «ΝΕΑ» για την οσμή της βίας και τη σιωπή του

θανάτου. Το αδιέξοδο είναι απόλυτο, οι προοπτικές ζοφερές.

Ραμάλα.

«Πώς είναι δυνατόν να περιγράψει κανείς με λέξεις την τραγωδία που

διαδραματίζεται αυτές τις ημέρες σε αυτή την πόλη; Την οσμή της βίας, του

θανάτου και της απόγνωσης που αναδύεται από κάθε γωνιά; Οι ισραηλινές δυνάμεις

προβαίνουν σε εν ψυχρώ δολοφονίες στους δρόμους. Μαζεύουν όλα τα αρσενικά άνω

των 14 ετών από τα σπίτια, τους δένουν τα μάτια, κάποιους τους εκτελούν

επιτόπου, άλλους τους μεταφέρουν σε άγνωστο προορισμό. Υπάρχει έλλειψη νερού,

καυσίμων, τροφίμων, παραμένουμε όλοι εγκλωβισμένοι στα σπίτια μας, αναπνέουμε

με τον φόβο ότι κάποια στιγμή θα ακούσουμε πως ο Παλαιστίνιος ηγέτης είναι

νεκρός. Και εκείνο για το οποίο νιώθουμε τη μεγαλύτερη πίκρα, είναι ότι όλα

αυτά γίνονται μπροστά στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Εδώ δεν δοκιμάζεται

μόνο ο παλαιστινιακός λαός. Δοκιμάζεται ό,τι έχει απομείνει από τις ανθρώπινες

αξίες, το δικαίωμα στην ελευθερία και τη ζωή. Ο Αριέλ Σαρόν συνεχίζει την

πολιτική της Σάμπρα και της Σατίλα. Τραβάει όλη την περιοχή στη φωτιά. Ο

δυτικός κόσμος έχει ευθύνη και υποχρέωση να παρέμβει, να ασκήσει πιέσεις, όχι

μόνο υπέρ των Παλαιστίνιων και των Ισραηλινών, αλλά και υπέρ της σταθερότητας

και της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή. Όσο για εμάς, τι άλλη επιλογή έχουμε

από το να αντισταθούμε; Δεν έχουμε πού αλλού να πάμε. Αυτή είναι η πατρίδα

μας. Ας πεθάνουμε εδώ».

Ο Μ. Φάουζι είναι ο πρόεδρος Συνδέσμου παλαιστινο-ελληνικής φιλίας.