Οι πρώτες 100 ημέρες τού Ζαρντίμ στον Ολυμπιακό ήταν ένας γρίφος. Αμφιβάλλω αν και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές του, που ήταν αλλιώς μαθημένοι, μπορούσαν να καταλάβουν τι είχε στο μυαλό του για την ομάδα. Τι είδους ποδόσφαιρο προσπαθούσε να τους διδάξει. Αλλά πλέον, ύστερα και από τη δεύτερη νίκη κόντρα στη Μονπελιέ, η φιλοσοφία τού προπονητή είναι ανοιχτό βιβλίο: μία αντιτουριστική επιτυχία είναι χίλιες φορές καλύτερη από μία θεαματική αποτυχία. Ο Πορτογάλος δεν είναι entertainer –ποτέ δεν ήταν – αλλά μανιώδης συλλέκτης βαθμών. Και κάπως έτσι εξηγείται το παράδοξο: μία ομάδα που την κράζουν οι ίδιοι οι οπαδοί της έπειτα από την έκτη σερί νίκη της στο Πρωτάθλημα, να κάνει το καλύτερο –από πλευράς αποτελεσμάτων –ξεκίνημα σεζόν στην ιστορία της, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο Τσάμπιονς Λιγκ. Αλλο η δουλειά και άλλο η διασκέδαση.

Αν οι Γαύροι περιμένουν να καμαρώσουν και φέτος τον περήφανο περυσινό Ολυμπιακό, ο οποίος είτε κέρδιζε είτε έχανε έβγαζε τα άντερα τού αντιπάλου του όπως κι αν λεγόταν, θα περιμένουν πολύ. Διότι η ομάδα τού Βαλβέρδε έπαιζε το ορμητικό, πιεστικό της ποδόσφαιρο χωρίς να υπολογίζει σε ποιο γήπεδο βρίσκεται ή με ποιον έχει να κάνει, ενώ η κοσμοθεωρία τού Ζαρντίμ είναι εντελώς διαφορετική. Ο δικός του Ολυμπιακός προσαρμόζει το παιχνίδι του στους απέναντι, δεν ντρέπεται να τους χαρίσει το μισό γήπεδο αν πρόκειται να τους βραχυκυκλώσει – και σε κάθε ευκαιρία προσπαθεί να τους χτυπήσει σαν την κόμπρα που στέκει ακίνητη λίγο πριν σε στείλει: είτε με βαθιές μπαλιές στην κορυφή τής επίθεσης είτε από στημένες φάσεις, από τις οποίες όλως τυχαίως προέρχονται τα μισά του γκολ μέχρι σήμερα. Αυτός είναι ο τρόπος τού Ζαρντίμ – και όποιος τύχει να δει παλιά ματς τής Μπράγκα, θα πειστεί ότι αυτός ήταν πάντα.

Είναι ο λόγος για τον οποίο οι ολυμπιακοί δεν πρόκειται ποτέ να κόψουν φλέβες για τον Πορτογάλο τεχνικό. Για να μπει ένας προπονητής στις καρδιές των οπαδών και να γίνει σύνθημα στα χείλη τους, πρέπει πάνω απ’ όλα να τους πείσει ότι οι παίκτες δεν είναι παρά τα γρανάζια μιας καλοφτιαγμένης μηχανής, τής δικής του, η οποία θα δουλέψει το ίδιο καλά όποιο γρανάζι της κι αν αλλάξεις. Στον Ολυμπιακό αυτή την εντύπωση την έδωσαν μόνον ο Μπάγεβιτς στην πρώτη του θητεία και ο Βαλβέρδε στην τρίτη του χρονιά –και όχι άδικα, είναι η αλήθεια. Διότι περισσότερο από όσο οι ποδοσφαιριστές βοηθούσαν τα συστήματά τους να πετύχουν, φαινόταν ότι τα συστήματα βοηθούσαν τους ποδοσφαιριστές να αναδειχθούν. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, με ποιους παίκτες έβαλε τέλος στα πέτρινα χρόνια ο Μπάγεβιτς, αλλά και τι ήταν ο Φουστέρ, ο Μαρκάνο ή ο Μιραλάς προτού γίνουν πολύτιμα εργαλεία στα χέρια τού Βαλβέρδε. Σε εκείνες τις ομάδες, πρωταγωνιστές ήταν οι προπονητές τους. Ενώ ο φουκαράς ο Ζαρντίμ τι είναι; Ενας ταπεινός εργάτης του πάγκου με μία ντεμοντέ τακτική την οποία θα μπορούσε να εφαρμόσει ο κάθε Βαζάκας. Που σημαίνει ότι στις νίκες οι λαϊκοί ήρωες θα είναι ο Μασάντο, ο Μήτρογλου, ο Γκρέκο ή ο Αμπντούν – και ο προπονητής θα αναφέρεται μόνο στις ήττες ως «ο άσχετος που δεν έβαλε μέσα τον Φετφατζίδη να καθαρίσει το ματσάκι». Οπου Φετφατζίδης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε από αυτούς που δεν έπαιξαν.

Ο,τι κι αν καταφέρει στον Ολυμπιακό, ο Πορτογάλος δεν είναι από τους προπονητές που θα λατρέψει η εξέδρα. Υπάρχουν, όμως, δύο πράγματα που εμένα με τρελαίνουν σε αυτόν τον τύπο. Το πρώτο είναι ότι δεν μασάει. Αλλος στη θέση του, αν καταλάβαινε ότι πρέπει να φτιάξει μια καινούργια ομάδα χωρίς να χάσει ούτε σε φιλικό, και πως από την ημέρα που ήρθε όλοι νοσταλγούν τον προηγούμενο προπονητή, θα είχε μπήξει τα κλάματα. Και το δεύτερο, ότι στους σχεδόν τέσσερις μήνες που βρίσκεται στην Ελλάδα, δεν ακούστηκε από το στόμα του ούτε μία δικαιολογία. Αντίθετα με ένα πατριωτάκι του που στις αποτυχίες τού φταίει ως και η υπερθέρμανση του πλανήτη.