Με αξιοθαύμαστη ταχύτητα η κυβερνητική πλειοψηφία έφερε στη Βουλή πρόταση σύστασης Προανακριτικής Επιτροπής για να διερευνήσει τυχόν ευθύνες μου –αποκλειστικά και μόνο δικές μου.

Ηδη μία μέρα μετά τις αποκαλύψεις, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με είχε διαγράψει από το κόμμα με μια απλή ανακοίνωση –πριν από οποιαδήποτε διερεύνηση της υπόθεσης. Ηταν ή ο δικός του πολιτικός θάνατος ή ο δικός μου. Το κόμμα μου συνεπώς με έριξε στα σκυλιά. Την ίδια στιγμή το μήνυμα που εξέπεμπαν όλα τα κόμματα που στήριζαν την κυβέρνηση και πολλαπλασιαζόταν στα Μέσα ήταν πολύ καθαρό: Μην κοιτάτε παραπέρα. Να ο ένοχος στο σκάνδαλο της λίστας Λαγκάρντ. Ορίστε, αφαίρεσε τα ονόματα των συγγενών του. Ηταν εξαιρετικά βολικό όλο αυτό.

Στην αρχή των εργασιών της Προανακριτικής Επιτροπής, ο πρόεδρός της ζήτησε απ’ όλους να αποφύγουν δημόσιες δηλώσεις και παρουσίες στα Μέσα, καθώς δεν επιτρεπόταν η δημοσιοποίηση των εργασιών της επιτροπής. Αντ’ αυτού, υπήρξαν πάνω από εκατό εμφανίσεις μελών της επιτροπής στα ΜΜΕ, με συγκεκριμένες εκφορές κρίσεων για την υπόθεση, που τίναζαν στον αέρα κάθε πρόσχημα αδιάβλητης διαδικασίας και αντικειμενικής διερεύνησης της αλήθειας και παραβίαζαν κάθε δικονομικό κανόνα. Αντίστοιχοι ήταν και οι διάλογοι μέσα στην επιτροπή που εκ των υστέρων αποκαλύφθηκαν από τα πρακτικά. Και παρά την υποτιθέμενη κλειστή φύση της διαδικασίας, καθημερινά υπήρχαν στοχευμένες διαρροές, που όλες παρέπεμπαν στην υποτιθέμενη ενοχή μου.

Σε μια περίοδο έξι περίπου μηνών, εξετάστηκαν κάπου 100 μάρτυρες. Σε πολλούς από αυτούς, μέλη της επιτροπής άσκησαν πρακτικές εκφοβισμού, ψυχολογικής βίας και απειλών, για να πουν αυτά που ήθελαν να ακούσουν, όχι όσα είχαν πραγματικά συμβεί. Απαξίωσαν δημόσιους λειτουργούς που τόλμησαν να δώσουν καταθέσεις οι οποίες στήριζαν τους ισχυρισμούς μου. Εξέτασαν μέρες ολόκληρες συνεργάτες μου και, όταν οι απαντήσεις δεν βόλευαν, αμφισβήτησαν την ειλικρίνειά τους, φτάνοντας στο σημείο να ρωτούν για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Εγινε έλεγχος πολιτικών φρονημάτων από μέλη της Βουλής.

Το πόρισμα

(…) Οταν ήρθε η στιγμή για τη δική μου κατάθεση στην επιτροπή, μου παραδόθηκαν αντίγραφα μιας δικογραφίας 20.000 σελίδων και μου δόθηκε προθεσμία μόλις 7 ημερών για να προετοιμαστώ. Αρνήθηκα να νομιμοποιήσω μια παρωδία και αποφάσισα να τοποθετηθώ μόνο στην Ολομέλεια της Βουλής. Ηξερα ότι η Προανακριτική Επιτροπή είχε σε κάθε περίπτωση πάρει ήδη τις αποφάσεις της –προτού καν ξεκινήσει τις εργασίες της. Το μόνο που απέμενε ήταν να αποτυπώσει τις κατηγορίες στο πόρισμα.

Στη συνέχεια ήρθε το πόρισμα, για να αποδείξει πέρα από κάθε αμφιβολία πόσο προσχηματική, απόλυτα διαβλητή, προκατειλημμένη και δικονομικά άκυρη ήταν η διαδικασία. Εκανε επιλεκτική και ακραία μεροληπτική χρήση στοιχείων και μαρτυριών, ενώ επέλεξε να αγνοήσει αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα στοιχεία. Ο,τι δεν βόλευε στην κατασκευή της ενοχής μου απλώς λογοκρίθηκε. Ο πλήρης ευτελισμός, όμως, της διαδικασίας επήλθε από το γεγονός ότι από τους επτά βουλευτές που υπέγραψαν το παραπεμπτικό πόρισμα της πλειοψηφίας οι δύο δεν μετείχαν καν στις εργασίες της επιτροπής. Συμμετείχαν μόνο στην τελευταία συνεδρίαση, όταν αντικατέστησαν άλλα μέλη που υπουργοποιήθηκαν κατά τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Ενώ δεν είχαν καν ακούσει τους μάρτυρες, έβαλαν παρά ταύτα την υπογραφή τους, για να στείλουν έναν άνθρωπο στο Ειδικό Δικαστήριο.

Οι συναντήσεις

(…)Τη μακρά περίοδο της λειτουργίας της Προανακριτικής Επιτροπής είχα και δύο ενδιαφέρουσες συναντήσεις. Η πρώτη ήταν με τον δημοσιογράφο Κώστα Βαξεβάνη, ο οποίος ήθελε να μάθει από εμένα περισσότερα στοιχεία για την υπόθεση. Τον άκουσα να μου λέει πως –παρότι θεωρούσε ότι οι χειρισμοί μου ήταν λαθεμένοι –δεν πίστευε ότι εγώ είχα νοθεύσει τα στοιχεία. Η δεύτερη ήταν με ορισμένα υψηλά ιστάμενα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Στη συνάντηση μου ζήτησαν ευθέως να τους δώσω στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν κατά του Βενιζέλου· τους απάντησα πως δεν έμπαινα σε παρόμοιες λογικές συναλλαγών και πως ό,τι είχα να πω σχετικά θα το έλεγα στη Βουλή.