Η εικόνα δύο υπουργών Δικαιοσύνης, των Νίκου Παρασκευόπουλου και Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, να απαντούν ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής σε σκληρές ερωτήσεις, που φτάνουν στον πυρήνα της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, κάθε άλλο παρά συνηθισμένη μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι για τα δικαστικά και κοινοβουλευτικά δεδομένα.
Πολύ περισσότερο όταν από τις πρώτες κιόλας ώρες της συνεδρίασης κατέστη εμφανές ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος επέλεξε με τις ζυγισμένες απαντήσεις του να κρατήσει σαφείς αποστάσεις ασφαλείας από τον αναπληρωτή υπουργό Δημήτρη Παπαγγελόπουλο σε ό,τι αφορά το μείζον θέμα που έχει ανακύψει τον τελευταίο καιρό. Και αυτό δεν είναι άλλο από τις καταγγελίες της εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη περί παρεμβάσεων στο έργο της από την πλευρά του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, ο οποίος χθες δεν έκανε ούτε ένα βήμα πίσω από την αρχική του στάση, επαναλαμβάνοντας σε κάθε ευκαιρία ότι όλη η ιστορία είναι «μνημείο υποκρισίας, ψευδολογίας και ανακρίβειας».

«Για θέματα που αφορούν τον χειρισμό εξατομικευμένων υποθέσεων από δικαστές, ο υπουργός οφείλει να μην παίρνει θέση» είπε σε μια αποστροφή του λόγου του κατά τη διάρκεια της χθεσινής ακρόασης ο υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος, χαράζοντας την πρώτη γραμμή ασφαλείας από τον συνάδελφό του. Βέβαια, έσπευσε να διευκρινίσει πως «σε κανονιστικό επίπεδο δεν μπορώ να αντιληφθώ δικαστικό ή εισαγγελέα να έχει μια δικογραφία στα χέρια του και να επισκέπτεται έναν υπουργό να συζητήσει», θέλοντας να στρέψει τους προβολείς της συζήτησης και στην εισαγγελέα Τσατάνη, με πρωτοβουλία της οποίας έγινε η επίμαχη συνάντηση. Ωστόσο, ήταν ξεκάθαρος πως δικαστής ή εισαγγελέας δεν μπορεί να επισκέπτεται υπουργό να συζητήσει, έστω και φιλικά μαζί του, ενώ έχει στα χέρια του εκκρεμή υπόθεση. «Ισως η συζήτηση αφηρημένων νομικών θεμάτων που δεν σχετίζονται με μια υπόθεση να είναι θεμιτή» πρόσθεσε ο Νίκος Παρασκευόπουλος.

«ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ». Και ενώ ο υπουργός Δικαιοσύνης επιχείρησε με προσεκτικό τρόπο να ισορροπήσει στο πεδίο των απαντήσεων που ζητούσαν με τις ερωτήσεις τους οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, ο αναπληρωτής υπουργός Δημήτρης Παπαγγελόπουλος επέμεινε σταθερά πως δέχεται επίθεση, χαρακτηρίζοντας μάλιστα «ερασιτεχνική την προσπάθεια να με σπιλώσουν».
Ο Παπαγγελόπουλος με κατηγορηματικό τρόπο αρνήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της συνάντησής του με την εισαγγελέα Εφετών Γεωργία Τσατάνη έγινε οποιαδήποτε κουβέντα για την ουσία της υπόθεσης Βγενόπουλου που εκείνη χειριζόταν και τελικά έθεσε στο αρχείο.
«Για την αρμοδιότητα της Γεωργίας Τσατάνη έχω πει την άποψή μου. Αν αυτό είναι παρέμβαση, έλεος» είπε εμφατικά ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης αποποιούμενος τον ρόλο του απολογουμένου ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής.

«Νομίζω ότι είχε θορυβηθεί από δημοσιεύματα για χειρισμούς υποθέσεων. Θεώρησα ότι ήρθε να εξασφαλίσει ότι δεν θα της γίνει πειθαρχικό. Δεν ξέρω αν ήρθε έτσι ή αν ήταν από την αρχή σχεδιασμένο. Στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μαφιόζικο σχέδιο εναντίον μου. Γιατί δεν έπρεπε να τη δω; Τι είμαι; Αβατο; Δεν μιλήσαμε για την ουσία της υπόθεσης. Δεν με ενδιέφερε. Γι’ αυτό δεν δέχθηκα τον Βγενόπουλο» είπε θέλοντας να βάλει τέλος στις καταγγελίες περί παρέμβασής του στην ανώτατη εισαγγελική λειτουργό.

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ. Η τοποθέτησή του αυτή όμως δεν συνάδει με όσα πρόσφατα αποκάλυψε από το βήμα της Βουλής, στη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών, ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Τοποθέτηση που ανέδειξε ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος εξαπολύοντας σκληρή επίθεση και αναδεικνύοντας την κυβερνητική ευθύνη για την παραβίαση της κόκκινης γραμμής, που στην περίπτωση αυτή δεν είναι άλλη από τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Επικαλούμενος τα πρακτικά της πρόσφατης συνεδρίας, ο Βενιζέλος διάβασε την επίμαχη αναφορά του Τσίπρα που έλεγε: «Αυτές είναι οι πραγματικές παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη και όχι το γεγονός ότι μια εισαγγελέας ζήτησε να συνομιλήσει με τον αναπληρωτή υπουργό αρμόδιο για τις υποθέσεις Διαφθοράς, ο οποίος την παρακίνησε να μη βάλει στο αρχείο μια υπόθεση που απασχολεί την κυπριακή Δικαιοσύνη και φυσικά την ελληνική κοινή γνώμη». «Εγινε παρέμβαση στη δικαστική κρίση» αντέτεινε ο Βενιζέλος, θυμίζοντας την κραυγαλέα αντίφαση μεταξύ της απάντησης που είχε δώσει στη Βουλή ο Παπαγγελόπουλος, σύμφωνα με την οποία η Τσατάνη «ορθώς και νομίμως» χειρίστηκε τη δικογραφία, λόγω συναφείας και όσων λέει μετά την αναφορά εναντίον του.
«Αν θέλατε να πείτε τη νομική σας άποψη, θα έπρεπε να παραιτηθείτε και να την πείτε στη φίλη σας. Γιατί αλλιώς η νομική άποψη είναι χειραγώγηση» επεσήμανε στην παρέμβασή του εκ μέρους της ΝΔ ο Μάκης Βορίδης. Και απευθυνόμενος ουσιαστικά προς τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης έθεσε το ερώτημα αν άλλοι δικαστικοί λειτουργοί έχουν έρθει σε επαφή μαζί του. «Θέλω την απάντησή σας, την ειλικρινή. Μία έχει διαρρεύσει. Λέτε ότι είναι προϊόν σκευωρίας. Η κυρία Τσατάνη εξυπηρετεί κάποιου συμφέροντα; Να πείτε ποιανού. Πώς θωρακίσατε εσείς τον εαυτό σας, ώστε να μη βρίσκεστε απολογούμενος ενώπιον του Κοινοβουλίου;».
Οι τόνοι ανέβηκαν πάντως όταν ο Παπαγγελόπουλος είπε ότι η Γεωργία Τσατάνη δεν ανέφερε τίποτα για παρέμβαση, αλλά μόνο για την επιστροφή της δικογραφίας στην Ελένη Ράικου (σ.σ. επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς). «Τι ενδιαφέρον είχε να φύγει η δικογραφία και να πάει στην κυρία Ράικου; Την κυρία Ράικου ποιος την έβαλε, ο ΣΥΡΙΖΑ ή η ΝΔ;».

Η τελευταία αποστροφή του προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Βενιζέλου, ο οποίος είπε: «Τη Ράικου την τοποθέτησε η κυβέρνηση ή το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο; Αυτή είναι η αντίληψη που έχετε για τη Δικαιοσύνη;».

Από την πλευρά του, ο Βορίδης πρότεινε στην πρόεδρο της Επιτροπής Τασία Χριστοδουλοπούλου να κληθούν να καταθέσουν τόσο η ίδια η Τσατάνη όσο και ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Ισίδωρος Ντογιάκος.