Eκτός από τον «Πρόλογο» και την ιδιαιτέρως κατατοπιστική «Εισαγωγή», το έργο του Παντελή Μπουκάλα «Οταν το ρήμα γίνεται όνομα», πρώτο σε μια σειρά έξι τόμων, συνιστά για πλείστους λόγους φιλολογικό και όχι μόνον άθλο. Απαρτίζεται από τρία μέρη, τα οποία επιγράφονται αντίστοιχα: «Και τα τραγούδια λόγια είναι», «Το κοινοτικό γλωσσικό εργαστήριο» και «Τα ρήματα της αγάπης». Οι εξαντλητικές σημειώσεις και τα συνοδευτικά τρία ευρετήρια καλύπτουν το ένα τρίτο του συνόλου των σελίδων. Το αντικείμενο πλησιάζεται με τακτ και φρόνηση. Συγκρατώ ότι η ειδικότερη πρόθεση, σύμφωνα με την προοιμιακή ομολογία, αποτελεί τυπική εξομολόγηση ενός άκρως συστηματικού, συνειδητού φυσιοδίφη. Διακρίνω τα εξής χαρακτηριστικά: «Ο στόχος μου, με βαριές ή βαρύγδουπες λέξεις, ήταν και παραμένει να γράψω δοκιμιακά αφηγήματα ή αφηγηματικά δοκίμια· μονολεκτικά και χάριν παιδιάς: δοκιμηγήματα». Επισημαίνω ότι η κριτικός λογοτεχνίας Ανθούλα Δανιήλ, όπως διερμηνεύει στο ηλεκτρονικό περιοδικό frear.gr, από 25 Ιανουαρίου τ.έ., ακούει στο βάθος των «δοκιμηγημάτων» την αντήχηση του ομηρικού εκείνου «φιλότητι μιγήμεναι». Το ότι στο σημείο αυτό «υποφώσκει ερωτική συνεύρεση» ας θεωρηθεί κατά συνέπεια δεδομένο. Επιστρέφω στην προαναφερόμενη προγραμματική δήλωση του Παντελή Μπουκάλα: «Πιο απλά, πολύ πιο απλά, αυτό που θέλω είναι να πω ιστορίες: την ιστορία μιας λέξης (όπως η λέξη αγαπώ ως ουσιαστικό: η αγαπώ / ο αγαπώς), ενός μοτίβου (και το μουστάκι του έστριφτε…), ενός λογοτεχνικού τεχνάσματος (οι αδύνατες ευχές, για παράδειγμα), ενός συμβόλου που υπηρετήθηκε με συστηματικότητα από τον κόσμο της ανώνυμης προφορικής ποίησης (το μαντίλι, η ελιά σαν σημάδι του σώματος ή ο αριθμός εννιά), ενός τραγουδιού («Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα», «Η μάνα η φόνισσα» ή «Ο γυρισμός του ξενιτεμένου») ή μιας κατηγορίας τραγουδιών (της ξενιτιάς ή των μοιρολογιών)· τέλος, την ιστορία της σχέσης ορισμένων ποιητών μας (ή συγκεκριμένων ποιημάτων τους) με τη δημοτική ποίηση».

Στρατηγική αναπτύξεων

Φρονώ ότι ο τρόπος των αναφορών και των ποικίλων αυτοαναφορών ανάγεται ευθέως στη στρατηγική των διηγητικών αναπτύξεων, στις οποίες μας έχει ήδη μυήσει ο Πατέρας της Ιστορίας, ο Ηρόδοτος. Εννοώ τις παροιμιώδεις παρεκβάσεις του, οι οποίες, ως γνωστόν, κατακλύζουν τις Ιστορίες του. Το ένα φέρνει στο άλλο, το οποίο ενδεχομένως είναι η άλλη όψη του τρίτου, το οποίο σπεύδει με τη σειρά του είτε να επιβεβαιώσει την κειμενική αιτιότητα του πρώτου είτε να μας προετοιμάσει καταλλήλως για τη λεκτική συμπεριφορά των όσων θα ακολουθήσουν στο τέταρτο. Η στοίχιση των παρεκβάσεων συγκρατεί και υποστηρίζει εκ του ασφαλούς την όλη ανάπτυξη του λόγου. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής από την κρίσιμη σελίδα 25 τα εξής ενδεικτικά: «Και να πω τις ιστορίες αυτές περίπου κατά τον τρόπο των παραμυθιών: με αλλεπάλληλα δρομάκια που ανοίγουν πάνω στον κύριο δρόμο, με κλαδιά και κλαδάκια να ξεφυτρώνουν σχεδόν ατιθάσευτα πάνω στον κορμό, και δίχως τον φόβο της επανάληψης. Αλλά και με την παράθεση όσο το δυνατόν περισσότερων ακέραιων τραγουδιών ή στιχουργημένων εικόνων, ώστε να αναμοχλεύεται αποτελεσματικότερα η μνήμη του αναγνώστη». Οι αλλεπάλληλες κι άλλο τόσο διεξοδικές έρευνες του Παντελή Μπουκάλα διευρύνουν διαρκώς το πεδίο τους. Δεν παραλείπει μάλιστα ο ίδιος να μνημονεύσει και να ευχαριστήσει επώνυμους ή και άσημους δωρητές σπάνιου ή εξαιρετικά δυσεύρετου υλικού, το οποίο του χορηγήθηκε σε ανύποπτους χρόνους. Αναφέρω ότι συγκαταλέγονται, μεταξύ πολλών άλλων, η κυρα-Σταυρούλα Σταματοπούλου και ο ομότιμος καθηγητής της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιάννης Παπακώστας.

Λεκτική πολιτική

Οσα δε το ένστικτο ή το δοκιμιακό ήθος του προνοεί, υπομνηματίζονται με σπάνια οξύνοια. Ετσι ο Αισχύλος κι ο Αριστοφάνης μάς εκθέτουν τη λεκτική πολιτική τους δίπλα στα όσα υιοθετούν από υφολογικής πλευράς διάφοροι δημιουργοί λόγου, όπως είναι φέρ’ ειπείν ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Κωστής Παλαμάς, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Λασκαράτος, η Σαπφώ, ο Βιτσέντζος Κορνάρος, ο Αγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Κώστας Βάρναλης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, αλλά και οι άγνωστοι πατέρες, παραδείγματος χάριν, των γαμήλιων διστίχων της Σάμου. Ο συγγραφέας καταλήγει να πιστεύει ότι η εμφανέστατη διαχρονική επιστροφή σε σταθερούς θεματικούς άξονες, σε κοινούς γλωσσικούς τύπους ή προσφιλή σημασιοσυντακτικά φαινόμενα μαρτυρεί με σιγουριά τόσο την αισθητική αξιοσύνη της ανώνυμης νεοελληνικής ποίησης όσο και τη συνεπή λειτουργία του συνεχώς τελούντος εν εγρηγόρσει μηχανισμού της αναλογίας. Η σχετική τεκμηρίωση ολοκληρώνεται κατά τρόπο πειστικό και άμεσο. Το ένα κεφάλαιο προκύπτει αβίαστα από το άλλο. Ως όλα να είναι εν τέλει ένα. Αν «η ώρα ευθύνης για ένα έθνος έρχεται όταν αρχίζει να γράφει πεζά», όπως δογματίζει με έμφαση ο Γιάννης Ψυχάρης από τις αρχές του περασμένου αιώνα, τότε κατά αντιδιαστολή το τραγούδι των αγνώστων γνωρίζει πώς να εξαίρει, πώς να αποτυπώνει την πρόδηλη υγεία μιας εφηβείας των δημιουργικών συνθέσεων. Κοντολογίς, τα αιώνια παιδιά της Ιστορίας ευθύνονται για την παράταση, για την απρόσκοπτη διαιώνιση του ζωτικού χωροχρόνου –Μέλους. Τα τραγούδια τους είναι αποσπάσματα ενός έπους, το οποίο δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μνημειώνει τη θέληση για ύπαρξη.

Απόλαυση

Η ζωογόνος αλήθεια

Διερμηνεύοντας τα απροσδόκητα γραμματικά λάθη του Ησιόδου, του Ομήρου και αρκετών άλλων, σε συνάφεια οίκοθεν νοείται με τους λίγο-πολύ συγκλίνοντες τρόπους της δημώδους ωδικής εμπέδωσης, ο ρηξικέλευθος Παντελής Μπουκάλας, όντας, ως γνωστόν, και ταλαντούχος ποιητής, κωδικοποιεί με χαρακτηριστική άνεση και με εγγενή σαφήνεια δυναμικές εκφάνσεις του σημαδιακού, του ελευθεριάζοντος ρήματος. Η ευρηματική, δηλαδή η φωτισμένη στις συγκεκριμένες περιπτώσεις λέξη διεκδικεί ό,τι και ο χρήστης της διεκδικεί: δικαίωμα στην εκτόνωση, στην περιφρούρηση του εαυτού, στη χειραφέτηση του ατόμου. Και βεβαίως στην αποδόμηση μιας τυραννικής δήθεν ορθότητας. Οι λογής μεταφορές τίθενται στην υπηρεσία του πρωταρχικού σκοπού: να αναδειχθεί δηλαδή μέσα από τη λάμψη του στίχου η άλλη, η ζωογόνος αλήθεια του φωνήματος. Ετσι αποδεικνύεται άλλη μια φορά στο ευρύτερο πεδίο της δημοτικής πράξης ότι πράγματι η εντελέχεια του ανθρώπου είναι ο Λόγος, για να θυμηθούμε στην προκειμένη περίπτωση το χαϊντεγκεριανό μάθημα. Το σφρίγος του δημοτικού τραγουδιού γνωρίζει εν ολίγοις πώς να αναμορφώνει αξίες, να εξομαλύνει κρίσεις και τριβές, να προεκτείνει, για να το διατυπώσω διαφορετικά, τις όποιες διακαείς επιθυμίες, τους ανομολόγητους ή μη πόθους ώς το πλήρωμα της Απόλαυσης.

Παντελής Μπουκάλας

Οταν το ρήμα γίνεται όνομα

Εκδ. Αγρα, 2016,

σελ. 592

Τιμή: 22 ευρώ