Την άνοιξη που μας πέρασε, ο Τίτος Πατρίκιος έλαβε ένα σημαντικό βραβείο. Πρόκειται για το Βραβείο Ποίησης Max Jacob, που δίνεται κάθε χρόνο από το 1950 σε έναν Γάλλο και σε έναν ξένο ποιητή. Το βραβείο ξένης ποίησης πήρε λοιπόν ο 88χρονος ποιητής και –ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια –δεν ήταν ο πρώτος Ελληνας που το λαμβάνει: το 2013 είχε απονεμηθεί στον Θανάση Χατζόπουλο, γεγονός που μαρτυρά ότι η σύγχρονη ελληνική ποίηση διατηρεί τη διεθνή δύναμη και δυναμική της, ελκύει το ενδιαφέρον των ξένων και ότι τα Νομπέλ δεν ήταν συγκυριακά.

Με αφορμή τη βράβευσή του μιλήσαμε με τον Τίτο Πατρίκιο για τη διάκριση αυτή, για τη Γαλλία, για την ελληνική ποίηση, για το πώς αλλάζει ή δεν αλλάζει ο χρόνος την οπτική μας για παλαιότερους ποιητές, αλλά και για το τι σημαίνει σήμερα να είσαι Ελληνας και Ευρωπαίος.

«Τα βραβεία πάντα με αιφνιδιάζουν» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Με αιφνιδίασε και αυτό, πολύ ευχάριστα βέβαια, δεν θέλω να το κρύψω. Είναι πολύ σημαντικό βραβείο στη Γαλλία. Η βράβευσή μου βασίστηκε σε ένα βιβλίο με ποιήματά μου που βγήκε το 2015 στα γαλλικά από έναν νέο εκδοτικό οίκο, τον Le Temps des Cerises (Η εποχή των κερασιών). Πρόκειται για μια εκτεταμένη ανθολογία (και δίγλωσση έκδοση) που ξεκινά από τα πρώτα μου ποιήματα και φτάνει στα πιο πρόσφατα. Την έκανε η Μαρί-Λορ Κουλμέν Κουτσάφτη, γαλλίδα παντρεμένη με Ελληνα, η οποία έκανε και τη μετάφραση. Εντυπωσιάστηκα μάλιστα από τα δημοσιεύματα για το βιβλίο (λ.χ. υπήρξαν δύο δημοσιεύματα στη «L’Humanité»), ανάμεσά τους και ένα μελέτημα –περισσότερο δοκίμιο θα το έλεγε κανείς –που με κατέπληξε για τη διεισδυτικότητα και το βάθος του στοχασμού του και το οποίο δημοσιεύτηκε στο πολύ γνωστό, ιστορικό περιοδικό για το βιβλίο, «Europe» που βγαίνει 93 χρόνια και αποτέλεσε βήμα ανθρώπων όπως ο Ελιάρ, ο Βιτέζ, ο Αραγκόν. Το άρθρο έγραψε ο Ολιβιέ Μπαρμπαράν στο τεύχος 1.036-1.037».

Στο ταξίδι του στη Γαλλία, όπου έχει ζήσει κάμποσα χρόνια, ο Τίτος Πατρίκιος δεν έχασε την ευκαιρία να δει φίλους αλλά και τρεις εκθέσεις, που τον εντυπωσίασαν τόσο ώστε να μιλάει πολύ συχνά γι’ αυτές. Ηταν μια αναδρομική του Πάουλ Κλέε στο Μπομπούρ. «Είχε και τα πολύ νεανικά του αλλά και τα έργα του τέλους της ζωής του (πέθανε το 1940) που ήταν ανοιχτά αντιχιτλερικά, κάτι που δεν είναι γνωστό» λέει. Η δεύτερη ήταν του περίφημου αυτοδίδακτου λαϊκού ζωγράφου Τελωνοφύλακα Ρουσό, που ήταν περιφρονημένος από την κριτική, αλλά υποστηρίχθηκε από τον Πικάσο και άλλους. «Στον κατάλογο έχει μια απίστευτη φράση του απευθυνόμενη προς τον Πικάσο: «Είμαστε οι δύο μεγαλύτεροι ζωγράφοι της εποχής μας. Εσύ στο αιγυπτιακό στυλ κι εγώ στο μοντέρνο!»». Η τρίτη έκθεση ήταν αφιερωμένη στον Απολινέρ και τους ζωγράφους που βοήθησε. «Ολη η μοντέρνα τέχνη χρωστάει τα πάντα στον Απολινέρ –αυτός άλλωστε επινόησε και τη λέξη «σουρεαλισμός»» λέει ο Τίτος Πατρίκιος. Και συνεχίζει: «Διάβασα και κάτι που δεν ήξερα: ο Απολινέρ, όπως ξέρουμε, ήταν νόθο τέκνο μιας πολωνής αριστοκρατικής καταγωγής με πάθος στα χαρτιά και μάλλον ενός ανώτερου αξιωματούχου του Βατικανού που εξαφανίστηκε νωρίς από τη ζωή του. Αρχικά λοιπόν λεγόταν Κοστροβίτσκι, αλλά άλλαξε το όνομά του και αυτό που δεν ήξερα είναι ότι το Απολινέρ το εμπνεύστηκε από τον έλληνα Θεό Απόλλωνα».

Η δεκαήμερη λοιπόν παραμονή του Τίτου Πατρίκιου στο Παρίσι ήταν απολαυστική! Είδε ότι εκεί τα βασικά είναι στη θέση τους, παρά την κρίση. Βιβλία βγαίνουν πολλά, εκθέσεις σπουδαίες πραγματοποιούνται. «Αν υπερέχει κάπου η Αθήνα είναι στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό» μας λέει και αναρωτιέται πώς μπορούσε και κατέβαινε τρέχοντας συνέχεια αυτές τις παρισινές σκάλες τις δεκαετίες του ’60 και του ’70! Με την ευκαιρία, ανασύρει και ένα ποίημα που δημοσίευσε το 2011 στη συλλογή «Συγκατοίκηση με το παρόν» (Κέδρος). Λέγεται «Η διπλή σκάλα»: «Ενα ένα κατεβαίνω / τα σκαλοπάτια του καιρού / που µε πηγαίνουν / προς το τέλος. / Μου δίνουν κουράγιο καθώς βλέπω / πως η σκάλα είναι διπλή / πως τόσοι ανεβαίνουν από τη διπλανή της».

Στο Παρίσι έμεινε από το 1959 μέχρι το 1964 και από το 1967 μέχρι το 1975. Είχε προηγηθεί στρατιωτική θητεία στη Μακρόνησο, εξορία στον Αϊ-Στράτη (1952-53) και ήταν ακόμα κομματικά ενεργός. Το 1972έπρεπε να ανανεώσει την άδεια παραμονής στο Παρίσι, η οποία είχε λήξει από αμέλειά του, και χρειάστηκε να δει έναν γάλλο αξιωματικό. Εκείνος είχε μπροστά του πλήρη φάκελο και γνώριζε όλες του τις κινήσεις από το 1967 και μετά. «Ξέρουμε ότι δεν έχετε αναμειχθεί στις γαλλικές υποθέσεις» του είπε –αυτό κυρίως τον ενδιέφερε –και του ανανέωσε την άδεια.

Σήμερα ο Τίτος Πατρίκιος βλέπει την ενεργό πολιτική δράση του εκείνης της εποχής σαν κάτι που έχει περάσει –«το να προσπαθεί μια επόμενη εποχή να μιμηθεί μια προηγούμενη είναι σαν να επιβεβαιώνει τον Μαρξ που μιλούσε για την τραγωδία που επαναλαμβάνεται ως φάρσα» λέει. Ταυτόχρονα όμως τη θεωρεί πολύτιμη εμπειρία που έχει διαποτίσει το έργο του. «Η ένταξή μας στα γεγονότα παίζει τεράστιο ρόλο. Δεν μπορεί να υπάρξει, ιδίως στη λογοτεχνία και στην ποίηση, έργο με ουσία που δεν απορρέει από το βίωμα του συγγραφέα. Ο Τολστόι στο «Πόλεμος και Ειρήνη» περιγράφει συγκλονιστικά τη μάχη στη Μόσχα με τον Ναπολέοντα γιατί γνώρισε τον πόλεμο ως αξιωματικός στον Κριμαϊκό. Και ο Σταντάλ στο «Μοναστήρι της Πάρμας» περιγράφει εξίσου συγκλονιστικά τη μάχη στο Βατερλώ γιατί γνώρισε ο ίδιος μεγάλες μάχες με τον Ναπολέοντα στη Γερμανία. Το βίωμα δεν αναπλάθεται με τυπικό τρόπο, αλλά μεταπλάθεται. Φυσικά, ενώ είναι αναγκαίο, δεν είναι και επαρκές. Χρειάζεται και ταλέντο».

Στο δοκίμιο του περιοδικού «Europe», πάντως, ο Ολιβιέ Μπαρμπαράν, χρησιμοποιώντας στίχους από τα «Κοιτάσματα του χρόνου» (Φτωχειά Ελλάδα, με τα πρησμένα πόδια (…) / ξεστήθωτη στις γωνιές των δρόμων (…) / Ελλάδα τρομερή, με το σπαθί υψωμένο / αδυσώπητη εκδικήτρα, ανελέητη) συνιστά σε Ανγκελα Μέρκελ και ΔΝΤ: «Πρέπει να είσαι επιφυλακτικός με τους λαούς που στραγγαλίζεις. Η αλαζονεία που επιδεικνύουν οι οικονομικοί τεχνοκράτες απέναντι στην Ελλάδα αγνοεί τις ικανότητες πάλης που αυτή η χώρα με την ποίησή της επιδεικνύει διαρκώς στη διάρκεια του αιώνα του Τίτου Πατρίκιου».

Οταν ζητάμε από τον Τίτο Πατρίκιο να κάνει μια ανακεφαλαίωση του ελληνικού ποιητικού 20ού αιώνα, σύμφωνα με τα σημερινά του γούστα και την κρίση, δεν διστάζει να μιλήσει με ονόματα: «Ολοι οι μεγάλοι έλληνες ποιητές έχουν μεγάλη θέση μέσα μου και ένα έργο στο οποίο αισθάνομαι την ανάγκη να επανέρχομαι συχνά. Εχω τρεις βαθμίδες κρίσης: μία είναι οι συγγραφείς που εκτιμώ. Μια άλλη εκείνοι, οι πιο μεγάλοι, που θαυμάζω και η τρίτη βαθμίδα συμπεριλαμβάνει εκείνους που ζηλεύω. Που έχουν κάνει κάτι που θα ήθελα να έχω κάνει και δεν μπόρεσα. Στην κατηγορία εκείνων που θαυμάζω είναι λ.χ. ο Σικελιανός και ο Ελύτης. Ζηλεύω όμως τον Σεφέρη και τον Ρίτσο. Ζηλεύω και τον Λειβαδίτη που με τα τελευταία του βιβλία έγινε μεγάλος ποιητής. Και τον Σαχτούρη, επίσης. Κάποιος άλλος ποιητής που ζηλεύω, και του οποίου το ποιητικό έργο επικαλύφθηκε δυστυχώς από το μοναδικό του μυθιστόρημα, θα φανεί ίσως περίεργο που το λέω, είναι ο Αρης Αλεξάνδρου και την «Αγονο γραμμή» του.

Ενα πρόβλημα υπάρχει με τους ποιητές που γράφουν πολλά. Η πολυγραφία των ποιητών είναι εχθρός του ποιητικού τους έργου. Στον Ρίτσο συμβαίνει αυτό, η πολυγραφία του αδικεί το έργο του. Οι νέοι αναγνώστες πρέπει να διασχίσουν ωκεανό στίχων για να φτάσουν στα νησιά των αριστουργημάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Ουγκώ που έγραψε πάρα πολλά ποιήματα αλλά όταν τέθηκε το θέμα, ο Ζιντ αποφάνθηκε ότι αυτός –ο Ουγκώ δηλαδή –είναι ο μεγάλος ποιητής της Γαλλίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Παλαμά. Πολύ μεγάλος ποιητής, αλλά χρειάζεται ανθολόγηση.

Πάντως και σήμερα έχουμε σπουδαίους ποιητές: η Δημουλά, η Ρουκ, η Λαϊνά, ο Φωστιέρης, ο Μαρκόπουλος, ο Γκανάς και άλλοι που μοιραία θα παραλείψω αδικώντας τους. Και έχουμε και νεότερους ποιητές και ποιήτριες».

Σήμερα, την πρώτη δεκαπενταετία του 21ου αι., δεν υπάρχει ο αναβρασμός που υπήρχε την πρώτη δεκαπενταετία του 20ού, με τα νέα ρεύματα, λ.χ. τον ντανταϊσμό, τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό κ.ά., καμιά φορά και καλύτερα, λέει ο Τίτος Πατρίκιος, αφού κάποια, όπως ο φουτουρισμός του Μαρινέτι που εντάχθηκε στο φασιστικό κίνημα, δεν έγιναν πάντα για καλό. Αλλωστε βιβλία βγαίνουν, αυτό είναι για εκείνον το βασικό. «Αν κάτι λείπει σήμερα, αυτό είναι η καλύτερη κρίση των έργων πριν από την έκδοση» λέει. «Ο Σταντάλ δέχθηκε, ευτυχώς, την υπόδειξη του εκδότη του, που του έκοψε 70 σελίδες από το «Μοναστήρι της Πάρμας» που έγινε έτσι το αριστούργημα που γνωρίζουμε. Επίσης στα φιλολογικά σαλόνια του 19ου αι. διάβαζαν τα έργα, αντάλλασσαν απόψεις πάνω σ’ αυτά, υπήρχε μια συνεχής επικοινωνία. Σήμερα οι άνθρωποι δεν συναντιούνται, δεν κουβεντιάζουν, δεν ακούν γνώμες ομοτέχνων, ο καθένας είναι στο καβούκι του. Σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερη επικοινωνία! Γιατί η ηλεκτρονική επικοινωνία μάς δίνει τα πάντα ως πληροφορία, όχι όμως την ανθρώπινη επαφή».

Ο Τίτος Πατρίκιος που έχει ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό, κυρίως σε Γαλλία και Ιταλία, θα έλεγε κανείς ότι θα είχε μέσα του πολύ έντονη την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Εν τέλει όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο: «Οσο περισσότερο Ευρωπαίος αισθάνομαι τόσο περισσότερο αισθάνομαι Ελληνας» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Χωρίς τη γλώσσα μου δεν μπορώ να επικοινωνήσω ούτε με τους συμπατριώτες μου ούτε με τους άλλους Ευρωπαίους. Ο βασικός λόγος που γύρισα στην Ελλάδα –ενώ είχαμε καλές δουλειές κι εγώ και η Ρένα –ήταν η γλώσσα. Αδυνάτιζαν τα ελληνικά μου, χωρίς τα γαλλικά να μπορούν να γίνουν γλώσσα λογοτεχνικής έκφρασης. Επιπλέον αισθάνομαι ότι κάτι που παλιά το κοροϊδεύαμε, είναι σημαντικό: ότι νιώθω να έχω οφειλές σε αυτό τον τόπο και πρέπει, έστω και στο ελάχιστο, να του το ανταποδώσω. Φυσικά η Ευρώπη μού έδωσε πολύτιμες εμπειρίες και πολύτιμες φιλίες. Εζησα βέβαια πιο πολύ σε χώρες πιο κοντινές σε εμάς, με μεσογειακό ταμπεραμέντο».

Για τη σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη ο Τίτος Πατρίκιος λέει ότι χρειάζονται δύο βασικά πράγματα: να υπάρχει ενιαίο φορολογικό σύστημα για να μην πηγαίνει ο καθένας στη διπλανή χώρα με τους λιγότερους φόρους και να γίνονται λογοτεχνικές μεταφράσεις για να γνωριζόμαστε καλύτερα μεταξύ μας. «Η Βρετανία δεν με εξέπληξε που έφυγε. Είναι η χώρα με τις λιγότερες μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας, πάντα αυτάρεσκη. Κανένας πολιτισμός όμως δεν είναι αυτάρκης. Χρειάζεται τον διάλογο με άλλους πολιτισμούς».

Titos Patrikios

Sur la barricade du temps (δίγλωσση έκδοση)

Μτφ. Marie-Laure Coulmin Koutsaftis

Εκδ. Le Temps

des Cerises

Σελ. 360

Τιμή: 17 ευρώ