Ημίγυμνος, μόνος, ένας άνδρας σκεπασμένος από τη σκόνη του χρόνου –χώμα ή στάχτη; –κείται στη μέση της ορχήστρας του μικρού θεάτρου της Επιδαύρου. Θα μπορούσε να είναι ο άταφος Πολυνείκης. Περιμένει υπομονετικά μέχρι να σβήσουν τα φώτα και να πάρουν τη θέση τους και οι τελευταίοι από τους 300 θεατές (της Παρασκευής, 500 το Σάββατο) ώσπου τα πρώτα λόγια της παράστασης «Μητρόπολη», που έστησε ο νέος και διακεκριμένος με το βραβείο Χορν Αργύρης Πανταζάρας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου, να ακουστούν από το κοίλο. «Ας εκμεταλλευτούμε τον χρόνο που απομένει» λέει η Χαρά – Μάτα Γιαννάτου με ένα λευκό διάφανο φόρεμα σέρνοντας πίσω της ένα τεράστιο κομμάτι χαρτί καθώς κατεβαίνει τη σκάλα. Μια κόλλα που θα αποδειχθεί σάβανο για τον νεκρό Πολυνείκη, αλλά κι ένα κουκούλι από το οποίο με έναν ρόγχο πνιγμένου θα αναδυθεί ένας θεός, ο Βάκχος.

Το γαϊτανάκι που με μαεστρία περισσή έστησε ο ηθοποιός και σκηνοθέτης μαζί με την ομάδα Momentum (Μελισσάνθη Μάχουτ, Γιώργος Κατσής, Αγησίλαος Μικελάτος, Αργύρης Πανταζάρας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Ανδρέας Πλεμμένος) με βάση κείμενα που ερμηνεύουν ο Χορός και οι Αγγελιοφόροι στην «Αντιγόνη», στον «Οιδίποδα Τύραννο», στις «Βάκχες», στον «Ηρακλή Μαινόμενο» και στη «Μήδεια» (σε μεταφράσεις των Γιώργου Χειμωνά, Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου και Γιώργου Μπλάνα) αρχίζει να ξετυλίγεται. Και φέρνει στην ορχήστρα όχι ένα σπονδυλωτό έργο στο οποίο η κάθε τραγωδία περιμένει τη σειρά της, αλλά ένα κείμενο που θυμίζει υφαντό στον αργαλειό όπου το απόσπασμα της μιας τραγωδίας ως στημόνι συναντά εκείνο της άλλης ως υφάδι γύρω από ένα βασικό μοτίβο: τον άνθρωπο και τη μοίρα του. Μοίρα που δεν καταγράφεται και ακούγεται μόνο από τον λόγο του Σοφοκλή στην «Αντιγόνη» ή στον «Οιδίποδα Τύραννο», αλλά και που στην ορχήστρα αποτυπώνεται παραστατικά μέσα από τους επαναλαμβανόμενους κύκλους που σχεδόν εμμονικά σχηματίζουν πάνω στο χώμα οι ηθοποιοί με σίδερα που θυμίζουν αλέτρια μεταφέροντάς μας νοητά στο αλώνι της ζωής.

Η μανία που κατέλαβε την Αγαύη και τη μεταμόρφωσε σε μαινάδα θα διαδεχθεί την τρέλα του Ηρακλή Μαινόμενου –ο οποίος θα αποκαλυφθεί κάτω από έναν κύβο του σκηνικού -, για να πάρουν τη σκυτάλη τα δεινά της Κρέουσας όταν φορά τα δηλητηριασμένα δώρα της Μήδειας. Οσο η ώρα περνάει, το χώμα της ορχήστρας αρχίζει να μοιάζει με στάχτη που σηκώνεται στον αέρα (δυσκολεύοντας την αναπνοή των θεατών στις πρώτες σειρές), σκεπάζει τους ερμηνευτές –οι οποίοι πλέον δεν αντέχουν από τα δεινά που διηγούνται να σταθούν όρθιοι. Σέρνονται και σε μια από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης αφηγούνται παράλληλα πώς η Αγαύη διαμελίζει τον γιο της Πενθέα και πώς ο Ηρακλής στοχεύει με το τόξο του τα παιδιά του. Ο κύκλος θα αρχίσει σιγά σιγά να κλείνει επιστρέφοντας στη φράση «ας εκμεταλλευτούμε τον χρόνο που απομένει», την ίδια τη ζωή, για να ολοκληρωθεί με σύντομη μεταφορά των λόγων στη νοηματική γλώσσα και το κοινό να χειροκροτεί όρθιο μια νέα πρόταση (που χρειάζεται ακόμη δουλειά) για να ξαναδούμε το αρχαίο δράμα.