Πρόβατα από ανακυκλωμένο χαρτί στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Πορτρέτα συγγραφέων, φτιαγμένα με αποκόμματα εφημερίδων, στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας.

Τα πρωτότυπα γλυπτά του Ελληνοκύπριου Νικ Γεωργίου βασίζονται σε μια αμφιλεγόμενη ιδέα: τον θάνατο του εντύπου.
O 30χρονος Ελληνοκύπριος Νικ Γεωργίου είναι καλλιτέχνης της εποχής του. Στην αρχή της δεκαετίας πέρασε όλα τα τραγούδια και τις αγαπημένες του ταινίες στη μνήμη του προσωπικού του υπολογιστή, άρχισε να διαβάζει ειδήσεις στο Διαδίκτυο και συμμετείχε πολλές φορές σε φιλικές συζητήσεις για τον «θάνατο του εντύπου». Την ίδια περίοδο, η τηλεοπτική κάλυψη της 11ης Σεπτεμβρίου έπαιζε σε 24ωρη βάση, τα μέσα ενημέρωσης ήταν οι «παραμυθάδες» της νέας εποχής και εκείνος έβλεπε τα φθαρμένα βιβλία και τις οικογενειακές φωτογραφίες να στοιβάζονται σε μια γωνιά του διαμερίσματός του στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Ηταν το έκτο παιδί μιας οικογένειας Κυπρίων από το Νέο Χωριό Κυθραίας που έφτασε στην αμερικανική μεγαλούπολη λίγο μετά την τουρκική εισβολή. Η προσωπική του διαδρομή στον χώρο της τέχνης ξεκίνησε το 2000 με τις σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών Τisch της Ν. Υόρκης. Ακολούθησαν λίγες ταινίες μικρού μήκους με προϋπολογισμό από την… τσέπη του, εκθέσεις στο Σόχο και μια νωπογραφία που του παρήγγειλε το Τμήμα Εκδόσεων του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Η πρωτότυπη τεχνική του αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η ανάγνωση μιας εφημερίδας. Τα ιδιόμορφα υπαίθρια γλυπτά του αποτελούνται από σκισμένες λωρίδες εφημερίδων και αποκόμματα περιοδικών. Ο Νικ Γεωργίου δεν μασάει τα λόγια του για την ιδέα που ταιριάζει γάντι στο πνεύμα της νέας ηλεκτρονικής εποχής: «Η έμπνευσή μου είναι το τέλος του έντυπου κόσμου. Τα βιβλία και οι εφημερίδες μετατρέπονται σταδιακά σε έργα τέχνης του 21ου αιώνα. Η κοινωνία μας απομακρύνεται από την έντυπη κατανάλωση και κατευθύνεται στην ψηφιοποίηση». Για τη συγκέντρωση των πρώτων υλών αρκεί προφανώς μία βόλτα στην πόλη. «Είναι πολύ απλό να βρει κάποιος στους δρόμους της Νέας Υόρκης παλιά βιβλία και εφημερίδες που περιμένουν τους σκουπιδιάρηδες να τα μαζέψουν. Από την άλλη, στάθηκα και πολύ τυχερός που έστω λίγα παλαιοβιβλιοπωλεία μού χάρισαν το στοκ των βιβλίων τους».

Τα τελευταία δύο χρόνια διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Τούκσον της Αριζόνας, το οποίο επισκέφθηκε αρχικά για το στήσιμο μιας ατομικής έκθεσης. «Η μετακίνηση από τη Νέα Υόρκη στην έρημο των Νοτιοδυτικών Πολιτειών έχει σημαντικές συνέπειες. Η αίσθηση του χώρου για έναν καλλιτέχνη αλλάζει όταν δεν περιβάλλεται πλέον από κτίρια. Και η σημασία της φύσης στη ζωή του προφανώς αλλάζει, όταν ζει μέσα στη φύση κάθε λεπτό που περνάει. Εγώ, για παράδειγμα, έδωσα το αυτοκίνητό μου και μετακινούμαι πλέον με ποδήλατο, για να περιορίσω το ενεργειακό μου αποτύπωμα».

Οι αναγνώστες που διαβάζουν ακόμη εφημερίδες σού φαίνονται UFΟ, από άλλο κόσμο;

Οχι. Καταλαβαίνω απολύτως το στοιχείο της νοσταλγίας. Μη σου πω ότι συγκινούμαι κιόλας όταν βλέπω τη σχέση του αναγνώστη με την εφημερίδα του την ώρα που την κρατάει. Το ίδιο ισχύει και για τους ακροατές ή τους συλλέκτες βινυλίων. Από την άλλη, δεν μπορεί να με αφήσει ασυγκίνητο η πρόσβαση που μπορούμε να έχουμε όλοι σε ψηφιακές βιβλιοθήκες οπουδήποτε στον κόσμο. Χάνουμε την επαφή, αλλά κερδίζουμε τη γρήγορη πληροφορία.

Μόνο στον δρόμο θέλεις να παρουσιάζεις τα έργα σου; Γιατί όχι σε μια γκαλερί;

Οπως συμβαίνει σε όλες τις αφηγήσεις, το σκηνικό- είτε υπαίθριο είτε κλειστού χώρου- παίζει σημαντικό ρόλο. Αυτό που με ιντριγκάρει στα έργα του δρόμου είναι ο παράγων του αιφνιδιασμού: ο θεατής δεν έχει κανέναν έλεγχο όταν το γλυπτό ξεπροβάλλει στην επόμενη στροφή, τα όρια καταργούνται και όλοι έχουν πρόσβαση στο έργο. Από την άλλη, μια γκαλερί με ενδιαφέρει πάντα ως «ιερός» χώρος. Εκεί κυριαρχεί η τάξη και μια εμπειρία διαφορετικού τύπου, μια εμπειρία κάθαρσης .

Ποιες είναι οι βασικές επιρροές σου από το χώρο της τέχνης;

Ο νεοντανταϊστής Ράουσενμπεργκ, ο Μπάνσκι, ο Μπασκιά, ο Χέρινγκ και ο Γκαουντί.

Θα ήθελες να εκθέσεις έργα σου στην Αθήνα; Και αν ναι, ποιο μέρος θα επέλεγες;

Εχω έρθει αρκετές φορές στην Αθήνα και νομίζω ότι την ξέρω καλά. Θα ήθελα λοιπόν να τοποθετήσω έργα μου σε σημεία με έντονο τουριστικό ενδιαφέρον, όπως η Πλάκα ή το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Με τρώει επίσης η περιέργεια να δω πώς τα γλυπτά θα λειτουργούσαν σε μέρη με περισσότερη οικειότητα μεταξύ των ανθρώπων, όπως η Αμοργός και τα Κουφονήσια.

info

Περισσότερα έργα του Νικ Γεωργίου μπορείτε να δείτε στην προσωπική του ιστοσελίδα, ΜyΗumanComputer.

com,την οποία ανανεώνει ανελλιπώς από το 2006