Πόσο συχνά σ’ αυτόν τον τόπο, που συνηθίζει άλλοτε να μεγεθύνει κι άλλοτε να ταπεινώνει πράξεις, ανθρώπους και γεγονότα ιστορικά, δεν έχουν δεινοπαθήσει και οι έννοιες και οι όροι. Ιδού, και συχνά προσπαθώ να επαναφέρω τη συζήτηση στον ίσιο δρόμο. Γιατί είναι κατάρα αυτού του τόπου να στραβώνει και τα όνειρα και τις απόψεις των άλλων και τις ιδέες και τις αξίες και τις αρχές.

Αν χρειαστεί να βρούμε παραδείγματα, θυμηθείτε ποια διαστρέβλωση ιδεών και αρχών πρυτάνευσε για να καταδικαστεί ο Σωκράτης να πιει το κώνειο. Οταν ωθούσε τους νέους της Αθήνας να φτάνουν στην αλήθεια ορίζοντας τις έννοιες, δηλαδή, απλά, να σκέφτονται τα όριά τους, τα σύνορα, που περιχαρακώνουν την έννοια εξασφαλίζοντας σαφήνεια και ευκρίνεια. Αυτό από τους μίζερους και τους διεστραμμένους συμπολίτες του ονομάστηκε διαφθορά, βιασμός των εννοιών. Ακριβώς ό,τι δεν ήταν.

Συχνά πάλι σκέφτομαι τι παραποίηση έχει υποστεί στη χώρα μας ο όρος ηθογραφία. Πόσο συκοφαντήθηκαν και πόσο υποτιμήθηκαν άξιοι στοχαστές και λογοτέχνες οι οποίοι υπηρέτησαν μια προσέγγιση της ανθρώπινης συμπεριφοράς που προσπαθούσε να διεισδύσει στα αίτια των πράξεων συναρτήσει της ιστορικής, κοινωνικής, οικονομικής και ηθικής συγκυρίας ενός τόπου σε ορισμένο χρόνο.

Εχω κι άλλες φορές αναφερθεί στην περιπέτεια την εννοιολογική της λέξης ήθος. Και μια απλή έρευνα στην ιστορία τη διαχρονική της γλώσσας μας θα ανακαλύψει πως η λέξη ήθος στον Ομηρο αλλά και στον Ηρόδοτο, δηλαδή σε μια περίοδο πάνω από τετρακόσια χρόνια, σήμαινε «τόπος». Ηθεα Περσών, ήθεα ορνίθων, οι τόποι, τα ενδιαιτήματα των Περσών, των πουλιών, η χώρα, η περιοχή όπου ζουν οι Πέρσες και οι φωλιές, τα καταφύγια των πουλιών.

Πώς όμως το περιεχόμενο αυτό μετατοπίστηκε και με τον καιρό σήμαινε πλέον «τρόπος»; Ακόμη και στο έξοχο απόσπασμα του Ηράκλειτου «Ηθος ανθρώπω δαίμων» η σημασία είναι «το ενδιαίτημα, το σπίτι, του ανθρώπου είναι ο δαίμονας, ο θεός». Ο Χάιντεγκερ έχει κάνει άξονα της ηθικής του φιλοσοφίας αυτήν τη ρήση.

Η γιαγιά μας έλεγε όμως: «Πες μου πού κάθεσαι ή από πού είσαι να σου πω ποιος είσαι». Αυτό απλούστατα σημαίνει πως ο τόπος είναι προσανατολισμένος, έχει περιβάλλον, έχει όρια, σύνορα, κλίμα, φυσιογνωμία (πεδινός, ορεινός, παραθαλάσσιος, έρημος, δασώδης κ.τ.λ.). Και αυτό το περιβάλλον όπου κατοικείς σε προσδιορίζει, διαμορφώνει συνήθειες, επαγγελματικές, εργασιακές, πολιτισμικές δεξιότητες. Τρόπους προσαρμογής, τρόπους εκμετάλλευσης και τρόπους συμπεριφοράς.

Κάνω ένα διάλειμμα για να θυμηθώ μια έξοχη σκηνή από παλιά ταινία με τον Ταρζάν – Τζόνι Βαϊσμίλερ (υπήρξε πριν γίνει σταρ ολυμπιονίκης καταδύσεων). Στην ταινία «Ο Ταρζάν στη Νέα Υόρκη», όταν κουβάλησαν τον πρωτόγονο εκείνο άνθρωπο της ζούγκλας στη μεγάλη πλήθουσα αγορά του καπιταλισμού, η πρώτη αντίδραση μέσα στην κυκλοφορία της 5ης Λεωφόρου ήταν: «Γιατί τρέχουν; Γιατί βιάζονται;». Ξάφνιαζε το ήθος του, τον τρόπο που βίωνε τον χρόνο του, ο τρόπος που ο άνθρωπος του κέρδους, του ανταγωνισμού, της καριέρας, του αφύσικου χτισμένου τοπίου βίωνε τον δικό του χρόνο-χρήμα. Κλείνω την παρένθεση.

Η καταγραφή των συμπεριφορών δεν έπαψε να απασχολεί την τέχνη από την εποχή του Ομήρου έως τις μέρες μας. Αλλά στην πορεία των αιώνων κάθε φορά άλλαζαν οι κοινωνικές συνθήκες και βεβαίως τα ήθη, δηλαδή οι συμπεριφορές συναρτήσει των διαφοροποιημένων συνθηκών, πολιτικών, αισθητικών, εκπαιδευτικών, θρησκευτικών κ.λπ. Μια μεγάλη αλλαγή σημειώθηκε με τον ρομαντισμό. Ο ρομαντισμός εν πρώτοις ήταν ένα πολιτισμικό κίνημα κι όχι μόνο καλλιτεχνικό. Συνδέθηκε με την ανακάλυψη των λαών ότι η γλώσσα τους, οι συνήθειές τους, οι παραδόσεις τους, ακόμη και οι τροφικές τους συνήθειες ως αποτέλεσμα των εδαφολογικών δυνατοτήτων στις καλλιέργειες, τους διαφοροποιούσαν από άλλους όμορους αλλά και απομακρυσμένους συνανθρώπους. Αρχισαν οι λαοί να ανιχνεύουν τις ρίζες τους, να ανακαλύπτουν τα παραμύθια τους, τα τραγούδια τους, τους χορούς τους, την ιδιάζουσα μιμική τους, την ιθαγένειά τους.

Αυτή η ανακάλυψη αισθητικά οδήγησε στην ηθογραφία. Αλλά προσοχή! Ηθογραφία δεν σημαίνει γραφικότητα ούτε παρελθοντολογική πολιτισμική γεροντολαγνεία. Σημαίνει ό,τι ορίστηκε και από τη νέα επιστήμη που ανέλαβε την ταξινόμηση και την έρευνα του νέου αυτού αντικειμένου, τη λαογραφία: τη μελέτη του ζώντος παρόντος λαού.

Και ο παρών ζων λαός έχει το ήθος του, δηλαδή πάγιους τρόπους δράσης, περιγραφής και αντιμετώπισης της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της. Σ’ αυτήν τη στήλη εδώ και τριάντα χρόνια που με τιμάτε με την προσοχή σας δεν ενδύθηκα ποτέ στολή που δεν την κατέκτησα από την άσκηση, την πείρα και την ειδίκευση ως εκπαιδευτικός δάσκαλος και ως κριτικός θεάτρου και ως απλός αλλά λόγω ηλικίας και ευαίσθητος πολίτης καταπιάστηκα με θέματα που νομιμοποιούμουν να μιλώ, να σχολιάζω, να κρίνω και να προτάσσω. Ετσι δεν διεκδικώ την ιδιότητα του λογοτεχνικού κριτικού, παρότι υπήρξα παιδιόθεν ένας βουλιμικός καταναλωτής λογοτεχνικών κειμένων. Συνήθως λέω πως στις φλέβες μου κυλά μελάνι τυπογραφικό και τα μάτια μου αντιμετωπίζουν τη ζωή ως παράσταση!

Παρ’ όλα αυτά, ως αναγνώστης λογοτεχνίας συχνά σταθμεύω σε κείμενα που με προτρέπουν να τα προσεγγίσω όχι με αισθητικά κριτήρια (δεν είμαι ειδικός για να ρισκάρω), αλλά με κριτήρια πολιτισμικά.

Ετσι σήμερα θα αναφερθώ στο νέο βιβλίο της Σταυρούλας Δημητρίου «Η επιστροφή της Κίχλης» (Λιβάνης). Εχω και στο παρελθόν προσεγγίσει την ερεθιστική ποίηση και την αιφνιδιαστική πεζογραφία τής πρώην εφέτου Σταυρούλας Δημητρίου.

Εν αρχή η θεσπρωτή (Φιλιάτες) αυτή γυναίκα που υπηρέτησε ευδοκίμως τη Δικαιοσύνη κουβαλάει στο αίμα της μνήμες βαθύρριζες από τη γενέθλια γη της. Και κυρίως το γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής όπου γεννήθηκε. Οπως και ο συνονόματός της Σωτήρης Δημητρίου δεν καταφεύγει στη ζωντανή έως σήμερα γλώσσα των Ηπειρωτών με κριτήρια φιλολογικής αποθησαύρισης. Γεύεται τις λέξεις, δεν τις θεωρεί ωραία απολιθώματα αλλά ζώσες συναισθηματικά γραπτές και προφορικές εικόνες βιωματικών εμπειριών.

Μένω λοιπόν εν αρχή στα διηγήματα του τόμου που αναφέρονται στις θεσπρωτικές ιστορίες έρωτα, ξενιτιάς, προδοσίας, αλληλεγγύης και κυρίως γυναικείου ψυχισμού, γυναικών που έρχονται από τη βαθιά θηλύτητα των ηπειρωτικών ορέων, δασών, χειμάρρων και βράχων. Θυμίζω πως η ηπειρώτικη δημοτική μουσική είναι πεντάτονη (όπως μόνο η κινέζικη και η ιρλανδική!). Αυτό σημαίνει πως στην άγονη εκείνη γη που δημιούργησε περιπλανώμενους εμπόρους, κτιστάδες και μουσικούς ακόμη και η μουσική πυκνώθηκε σαν βράχος, δεν φλυάρησε, δεν γιόρτασε τόσο όσο πένθησε, μοιρολόγησε και αποχαιρέτησε ξενιτεμένους, λιτή, απελέκητη. Η Δημητρίου όμως στα αστικά της διηγήματα, ακόμη και στα σύντομα καίρια στιγμιότυπα, καταφεύγει στους παρίες, στους μοναχικούς, στους αναρχούμενους, στους άστεγους και στους λεηλατημένους ανθρώπους του κέντρου της πρωτεύουσας.

Ετσι στο έργο της δύο κόσμοι διαλέγονται, ένας που αρνείται να φύγει, επιμένει και τραγικά οδοιπορεί με ξυλοπάπουτσα και ένας κόσμος που ζει στο περιθώριο του πολυπολιτισμού, όπου τα πάντα χωνεύονται μέσα στον μεταμοντέρνο χυλό.

Υπάρχει άραγε διαφορά ανάμεσα σ’ ένα απελπισμένο γκραφίτι στα Εξάρχεια και στο παράπονο μιας μαυροφορεμένης χήρας ή στο τραγούδι το μονοτονικό μιας κομπανίας όπου ο καθένας χτίζει με την κραυγή του μια πολύχρωμη κουρελού, ένα χράμι και μια βελέντζα για τα χρόνια που μας περιμένουν (έχουν ήδη φτάσει) της απέραντης υπαρξιακής μοναξιάς.

Αν ένα έργο λογοτεχνίας μπορεί να μας γεμίσει με αγωνία για το αύριο ή με μνήμες (όχι αναμνήσεις γλυκερές) που μπορούν να συντηρήσουν μέσα στη χόβολη τη σπίθα, όπως τα διηγήματα της Σταυρούλας Δημητρίου και των άξιων συνοδοιπόρων της, υπάρχει Ελπίς.

Κι αυτό είναι η νέα ανακάλυψη της αυθεντικής ηθογραφίας.

Σταυρούλα Δημητρίου

Η επιστροφή

της Κίχλης

Εκδ. Λιβάνη, 2017,

σελ. 128

Τιμή 9 ευρώ