Δύσκολο, απαιτητικό, προκλητικό. Σαν να πρέπει να αναπτύσσει κανείς υψηλές ταχύτητες πάνω σε τεντωμένο σκοινί: αυτή είναι η «Κατάρα της Ιρμα Βεπ» («Τhe mystery of Irma Vep», 1984) του Τσαρλς Λάντλαμ (Charles Ludlam, 1943-1987) που ανέβηκε για πρώτη φορά το 1967 από τον ίδιο τον δημιουργό της με το Ridiculous Theatre Company που είχε ιδρύσει στη Νέα Υόρκη το 1967.

Πρόκειται για μία κωμωδία – παρωδία που συνδυάζει πολλά και διαφορετικά είδη με σατιρική, όμως, ματιά. Από το βικτωριανό μελόδραμα, τη φάρσα και το γκροτέσκο ώς τη λογοτεχνία του φανταστικού και τις ταινίες τρόμου –όπως η «Ρεβέκκα» του Χίτσκοκ που αποτελεί πηγή έμπνευσης και κατά κάποιον τρόπο αφετηρία. Σήμερα εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο δημοφιλή κωμικά θεατρικά έργα της σύγχρονης δραματουργίας και να παίζεται στις σκηνές του κόσμου.

ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ. Eργο δύο ηθοποιών, οκτώ ρόλων, τριών σκηνών και δεκάδων αλλαγών στα κοστούμια, «Η κατάρα της Ιρμα Βεπ» έχει μεγάλες απαιτήσεις. Είναι μια παράσταση για δυνατούς παίκτες, που δεν ανεβαίνει χωρίς ένα ισχυρό ντουέτο το οποίο πρέπει να μοιράζεται κοινούς υποκριτικούς κώδικες και μια σχεδόν άνευ όρων χημεία. Στη σκηνή και στην πλοκή συνυπάρχουν βαμπίρ (ο τίτλος άλλωστε είναι ένας αναγραμματισμός της λέξης vampire), λυκάνθρωποι, μούμιες, ζωντανοί και νεκροί.

Ακόμα απαιτεί από τους ηθοποιούς ταχύτητα, ετοιμότητα, αντοχή –κάτι ανάμεσα σε σπρίντερ και μαραθωνοδρόμο -, μεγάλη αυτοκυριαρχία και διάθεση αυτοσαρκασμού. Η δυσκολία σε αυτό το έργο έγκειται στο ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγάλη σοβαρότητα.

Ο Γιάννης Κακλέας ανήκει στους σκηνοθέτες εκείνους που χειρίζονται με άνεση τη φάρσα, τη μαύρη κωμωδία, το σκοτεινό στοιχείο της κωμωδίας. Ιδρυτής του Τεχνοχώρου, χάρισε στο κοινό μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του θεατρικού παιχνιδιού μέσα από τις παραστάσεις με στοιχεία κόμικ. Από τους πρωτοπόρους του είδους στην Ελλάδα, σκηνοθέτησε από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 ώς τις αρχές του 2000 παραστάσεις που άφησαν το στίγμα τους.

Γι’ αυτό και η συγκεκριμένη επιλογή έργου δεν εκπλήσσει. Αντιθέτως ανεβάζει τις απαιτήσεις και τον πήχη. Συνεχίζοντας την πολυετή συνεργασία του με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, ο Κακλέας επιστρέφει σε ένα είδος που γνωρίζει καλά. Η παράσταση, μέσα στο ευφάνταστο σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη, δεν διαθέτει εξαρχής τον αναμενόμενο ρυθμό ούτε την αντίστοιχη δύναμη. Ευτυχώς, όμως, δεν αργεί να βρει τον βηματισμό της και καθώς εξελίσσεται αναδεικνύει πολλά από τα πολύτιμα χαρακτηριστικά της.

Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος είναι ο Ιγκόρ, η Λαίδη Αλμπα, ο Αλκαζάε και ο Πεβ Αμρι. Ο έμπειρος ηθοποιός αναμετράται με επιτυχία με τα πρόσωπα που ερμηνεύει, χωρίς να τα καμώνεται. Ακόμα κι όταν αρωγός είναι οι ευκολίες που έχει κατακτήσει, τις αντιστρέφει για να μην τον παγιδέψουν. Φτιαγμένος μεν από τη στόφα του λαϊκού κωμικού, ο Χαραλαμπόπουλος είναι εκείνος που έχει δώσει την καλύτερη (ώς τώρα) ερμηνεία του με τον δραματικό Σιρανό. Κι εδώ, στη σκηνή του Βρετάνια, προσφέρει ένα μείγμα που θα αποδειχθεί θετικό για τη μελλοντική πορεία του.

Δίπλα του ο Φάνης Μουρατίδης παίζει την Τζέιν, τον Λόρδο Εντγκαρ, την ίδια την Ιρμα Βεπ και το πλάσμα, αναδεικνύοντας νέες πτυχές της θεατρικής του περσόνας. Εκεί ωστόσο που γίνεται πραγματικά απολαυστικός είναι όταν, μόνος επί σκηνής, «επικοινωνεί» με το κοινό, ξεπερνώντας τα όρια της σύμβασης –και το πετυχαίνει. Σαν να απελευθερώνεται ερμηνευτικά χωρίς το alter ego του.

Μετάφραση:

Λάκης Λαζόπουλος, Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης, Ακης Σακελλαρίου, Μαριλένα Παναγιωτοπούλου

Σκηνοθεσία:

Γιάννης Κακλέας

Σκηνικά:

ΜανόληςΠαντελιδάκης

Κοστούμια:

ΗλένιαΔουλαδίρη

Φωτισμοί:

ΣάκηςΜπιρμπίλης

Κινησιολογία:

ΑγγελικήΤρομπούκη

Μουσικήεπιμέλεια:

ΓιώργοςΜιχαλόπουλος

Παίζουν:

Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, Φάνης Μουρατίδης

Πού:

Θέατρο Βρετάνια, Πανεπιστημίου 7, τηλ. 210-3221.579.