Στις 25 Μαΐου 1977 ο 33χρονος τότε Τζορτζ Λούκας απελευθέρωνε τη δύναμη της τρίτης ταινίας του, στον τίτλο της οποίας υπήρχε η φράση «Πόλεμος των άστρων», χωρίς να έχει πείσει την 20th Century Fox για το σουξέ της. Αντιθέτως, η εταιρεία πίστευε ότι το καλοκαιρινό χιτ θα ήταν η διασκευή του μυθιστορήματος του Σίντνεϊ Σέλντον «The Other Side of Midnight». Κι όμως, ο Λούκας είχε πάρει το πράσινο φως, επειδή η προηγούμενη ταινία του «American Graffiti» (1973) είχε αποφέρει 100 εκατομμύρια εισπράξεις (με μπάτζετ μόλις 750.000 δολάρια).

Κι ύστερα ήρθε η εκτόξευση. Η «Νέα ελπίδα» έτσι ονομαζόταν η ταινία έγινε μπλοκμπάστερ κατεβάζοντας θεατές στα πεζοδρόμια για να κάνουν ουρά έξω από τα γκισέ. Ξεκίνησε από 32 σινεμά για να κατακλύσει τις ΗΠΑ, ενώ στο πρώτο 18μηνο σημείωσε εισπράξεις 307,3 εκατ. δολαρίων. Μέχρι το 1983 η ταινία αποτελούσε φαινόμενο. Ο αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν θα δανειστεί μάλιστα την έκφραση «Πόλεμος των άστρων» για να λανσάρει το πρόγραμμα αμυντικών πυραύλων «Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία». Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη ένδειξη για το πώς η ταινία, το σίκουελ της οποίας παίζεται ήδη στους κινηματογράφους («Οι τελευταίοι Τζεντάι»), επηρέασε ή άλλαξε την αμερικανική κουλτούρα και κινηματογραφική βιομηχανία.

Από τον Λούκας στην Pixar

Η ομάδα των ηχητικών εφέ που εργάστηκε για την πρώτη ταινία του 1977 αποτέλεσε τον πυρήνα στη Skywalker Sound, όπου το γενικό πρόσταγμα είχε το δεξί χέρι του Λούκας, Μπομπ Ντόρις. Το 1986 ο Λούκας θα πουλήσει την εταιρεία αυτή για 10 εκατ. δολάρια στον Στιβ Τζομπς, ο οποίος μόλις έχει παρατηθεί από την Apple και ξεκινάει την NeXT. Η ομάδα των ηχητικών εφέ ενσωματώνεται τελικά σε ένα νέο σχήμα που δεν είναι άλλο από την Pixar οδηγώντας σε μεγάλες επιτυχίες, όπως το «Toy story», «Ψάχνοντας τον Νέμο» κ.ά.

Οι «Τζεντάι» και το «Fight club»

Προφανώς ο Ντέιβιντ Φίντσερ δεν είναι η μοναδική περίπτωση νεαρού επαγγελματία που μπήκε στο σύμπαν του «Πολέμου των άστρων» για να αποκομίσει τελικά κάτι από τη φωτεινή πλευρά της Δύναμης και να ξεκινήσει τη δική του διαδρομή στην κινηματογραφική βιομηχανία. Ο σκηνοθέτης που το 1999 θα γύριζε το «Fight club» ξεκίνησε ως 20χρονος βοηθός κάμεραμαν στην «Επιστροφή των Τζεντάι» (1983), σε σκηνοθεσία του Ρίτσαρντ Μαρκάντ.

Από τον Γκίνες στον Κάµπερµπατς

Ο ίδιος ο σερ Αλεκ Γκίνες είχε σηκώσει με μισή καρδιά το φωτόσπαθο, καθώς το σενάριο του είχε φανεί από την αρχή «σαχλαμάρες με νεράιδες». Ο ρόλος του, ωστόσο, ως Ομπι-Ουάν Κενόμπι, άνοιξε δρόμο για άλλους θεατρικούς ηθοποιούς που έδιναν κύρος σε ταινίες επιστημονικής φαντασίας και παράλληλα κέρδιζαν πόντους στο κοινό της ποπ κουλτούρας. Ο σαιξπηρικός ηθοποιός Πάτρικ Στιούαρτ συμμετείχε στο «Star Trek: η επόμενη γενιά», αλλά και στους «X Men». Και ο Doctor Strange βρίσκει το απόλυτο ερμηνευτικό προφίλ στο πρόσωπο τουΜπένεντικτ Κάμπερμπατς.

Από εδώ ώς τον Spiderman

Το τμήμα των ειδικών εφέ που δημιουργήθηκε για την πρώτη ταινία του «Star Wars», το Industrial Light & Magic (ILM, 1975), έδωσε στην αγορά ορισμένους από τους καλύτερους ειδικούς. Ο Κεν Ράλστον, για παράδειγμα, θα επιβλέψει έκτοτε τα ειδικά εφέ στο «Cocoon», το «Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ;», τον «Φόρεστ Γκαμπ», τη «Μάσκα» κ.ά. Χωρίς τον Τζον Ντίκστρα, από την άλλη, ο οποίος ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της ILM, δεν θα είχαν την εικόνα που έχουν ταινίες όπως οι: «Μπάτμαν για πάντα» (1995), «Μπάτμαν και Ρόμπιν» (1997), «Spiderman» (2002) και «Spiderman 2» (2004) του Σαμ Ράιμι.

Ο πρώτος ήρωας µε κοµπιούτερ

Στην ταινία «Ο νεαρός Σέρλοκ Χολμς» (1985) του Μπάρι Λέβινσον, σε σενάριο του Κρις Κολόμπους και παραγωγή του Στίβεν Σπίλμπεργκ, εμφανίζεται μέσα στην εκκλησία ο περίφημος «ιππότης του βιτρό». Πρόκειται για τον πρώτο χαρακτήρα που δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου από υπολογιστή (CGI) και υπεύθυνος ήταν ο Ντένις Μιούρεν, «μάγος των εφέ» στην Industrial Light & Magic του Τζορτζ Λούκας.

Η αρχή των βιντεοπαιχνιδιών

Μέχρι το 1978 τα video games στις ΗΠΑ βασίζονταν στην ιδέα μιας άσπρης μπάλας την οποία ο παίκτης χτυπάει από τη μια πλευρά της οθόνης στην άλλη. Η γιαπωνέζικη Taito, ωστόσο, εμπνεύστηκε από το πρώτο «Star Wars» και δημιούργησε το «Space Invaders», όπου ο παίκτης έπρεπε να εξουδετερώσει με ένα λέιζερ εξωγήινους που εμφανίζονταν από το πουθενά. Ηταν η αρχή μιας νέας βιομηχανίας, όπου τα «έξυπνα» βιντεοπαιχνίδια ήταν το καλύτερο δώρο Χριστουγέννων. Κάπως έτσι φτάσαμε στο «Grand Theft Auto»…

Ολα για τ’ αγόρια

Μετά την εισπρακτική επιτυχία των πρώτων ταινιών του «Πολέμου των άστρων» η κινηματογραφική βιομηχανία ανακάλυψε μία νέα φλέβα χρυσού προσαρμόζοντας τα μπλοκμπάστερ σ’ αυτή την ηλικιακή ομάδα: τους νέους 12 – 24 ετών. Το ποσοστό τους στην αμερικανική επικράτεια δεν ξεπερνούσε το 10%, αλλά ήταν ικανό για να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλες εταιρείες θα ξόδευαν εφεξής το μπάτζετ τους και ποιες άλλες μεγάλες επιχειρήσεις θα συμμετείχαν στις καμπάνιες (π.χ. η McDonald’s).

Ο ήχος των ταινιών

Ο στερεοφωνικός ήχος στις προβολές των ταινιών ήταν ήδη γνωστός από τη δεκαετία του 1950, αλλά ο Λούκας χρειαζόταν κάτι καινούριο που θα δημιουργούσε εντύπωση. Κάπως έτσι έφτασε στο σύστημα THX (ο γνωστός ήχος της «βαθιάς νότας» που ξεκινάει από χαμηλά για να φτάσει σε ένα «ψηλό» κρεσέντο), το οποίο υιοθέτησαν στη συνέχεια πολλοί κινηματογράφοι των ΗΠΑ (και όχι μόνο). Οσοι ήταν πιστοποιημένοι με αυτό μπορούσαν να εγγυηθούν στους θεατές ότι θα ακούσουν κανονικά την ανάσα του τέρατος δίπλα τους…

Ο σκηνοθέτης παράγοντας

Εκτός όλων των άλλων ο Λούκας υπέγραψε με την 20th Century Fox ένα συμβόλαιο, σύμφωνα με το οποίο διατηρούσε τα δικαιώματα των ταινιών, τις οποίες ουσιαστικά η εταιρεία θα εκμεταλλευόταν με leasing έναντι αντιτίμου (κάτι που ίσχυε και για τα έσοδα από τα προϊόντα της φίρμας). Αυτό αρκούσε για να τον εκτοξεύσει στην ελίτ των κροίσων του Χόλιγουντ (εκτιμάται ότι η προσωπική του περιουσία αγγίζει τα 5 δισ. δολάρια), ενώ το παράδειγμά του ακολούθησε ο φίλος του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο οποίος υπήρξε συνιδιοκτήτης της Dreamworks. Ο δε μέντοράς του, Φράνσις Φορντ Κόπολα, είχε ήδη ιδρύσει τα Zoetrope Studios, για να έχει τον απόλυτο έλεγχο στις ταινίες που γύριζε.

Ο πρώτος σταρ µε κοµπιούτερ

Στην «Αόρατη απειλή» του 1999, το πρώτο από τα prequels που σκηνοθέτησε ο Τζορτζ Λούκας, τις εντυπώσεις κλέβει ο Τζαρ Τζαρ Μπινκς. Πρόκειται για μέλος της φυλής Gungan, η οποία κατοικεί στην υποθαλάσσια πόλη του πλανήτη Ναμπού και με το γλωσσικό ιδίωμά του προσθέτει ευθυμία στη δυσοίωνη ατμόσφαιρα της ταινίας (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Εκτός όλων των άλλων είναι και ο πρώτος ολοκληρωμένος ψηφιακός χαρακτήρας που παίρνει μέρος στην πλοκή.