Συνεργάστηκε μαζί του κυρίως στο πλαίσιο των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, όπου ο Σπύρος Ασδραχάς, ο σημαντικός ιστορικός που έφυγε προχθές από τη ζωή στα 84 χρόνια του, ήταν πρόεδρος. Οπως και όλοι οι νεότεροι ιστορικοί, τον έβλεπε σαν δάσκαλο. Αλλά και κάθε επαφή μαζί του ήταν για τον Βαγγέλη Καραμανωλάκη, επίκουρο καθηγητή Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ένας τεράστιος πλούτος «γνώσης, στοχασμού και συναισθημάτων».

Πριν από όλα, ίσως επειδή, όπως σημειώνει ο Καραμανωλάκης, ο Ασδραχάς ανήκει σε μια σημαντική γενιά ιστορικών που στη δεκαετία του ’60 επιλέγονται από τον Κ. Θ. Δημαρά για να στελεχώσουν το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών στα πρώτα του βήματα. Λίγο πριν τη δικτατορία φεύγει για τη Γαλλία, όπου εντάσσεται σε άλλη μια μεγάλη ομάδα ελλήνων επιστημόνων –όπως ο Φίλιππος Ηλιού, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ο Βασίλης Κρεμμυδάς, αλλά και παλιότεροι, όπως ο Νίκος Σβορώνος –που διαμορφώνονται σε πολύ στενή σχέση με τη γαλλική ιστοριογραφία. «Συνομιλεί με τη μαρξιστική ιστοριογραφία εξ αρχής» επισημαίνει ο Καραμανωλάκης, «και δεν φοβάται, ούτε τις μεγάλες συνθέσεις, ούτε το να θέσει την ελληνική περίπτωση σε ένα διεθνές πλαίσιο. Ανήκει στους ιστορικούς που βοηθούν ώστε να σπάσει ένα είδος επαρχιωτισμού της ελληνικής περίπτωσης και την φέρνει στη διεθνή σκηνή, όχι σαν μία ακόμη πληροφορία, αλλά σαν ένα παράδειγμα που αξίζει να μελετηθεί».

Οταν επιστρέφει στην Ελλάδα εντάσσεται σε αυτό που στη Μεταπολίτευση ονομάστηκε «νέα ιστορία»: μια ιστορία που έρχεται να αντιπαρατεθεί με την ακαδημαϊκή, με τη βοήθεια καινούργιων εργαλείων, όπως ο διάλογος με τη μαρξιστική ιστοριογραφία αφενός και η στροφή στην κοινωνική και οικονομική ιστορία αφετέρου. Πρόκειται για μια ιστοριογραφική τάση που συνδυάζεται σε μεγάλο βαθμό με το περιοδικό «Τα Ιστορικά», που ο Ασδραχάς ιδρύει τη δεκαετία του ’80 με τον Φίλιππο Ηλιού και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο: «Μιλάμε για ένα προνομιακό χώρο δημοσίευσης άρθρων νέων ερευνητών», εξηγεί ο Καραμανωλάκης, «καθώς και ένα από τα εγκυρότερα ιστορικά περιοδικά σήμερα».

ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΜΙΚΡΗ ΚΛΙΜΑΚΑ. Η νέα ιστοριογραφία που αναδύεται στην Ελλάδα του 1970 και του 1980, ενώ ο Ασδραχάς οργανώνει μαζί με άλλους το Τμήμα Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, «σημαίνει και στροφή στη μικρή κλίμακα, καθώς ενδιαφέρεται να δώσει φωνή σε όσους δεν είχαν. Είναι σαφώς επηρεασμένος από τη Σχολή των Annales, διατηρεί όμως ενεργό και εκείνο το διάλογο με τη μαρξιστική ιστοριογραφία μέσα από ζητήματα που αφορούν στη φεουδαρχία και εμπλέκονται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία».

Κατά τα άλλα, επικεντρώνεται στη μελέτη και διεύρυνση των πηγών της νεοελληνικής ιστορίας, ενώ η ματιά του φέρνει στο προσκήνιο τη λεγόμενη «ιστορία-πρόβλημα» ή «ιστορία-ερώτημα»: «Μια ιστορία που δεν περιγράφει απλώς γεγονότα», εξηγεί ο ιστορικός, «αλλά που γυρίζει στο παρελθόν, ώστε να του θέσει ερωτήσεις για το σήμερα. Δεν είναι τυχαίο και το γεγονός ότι ο Ασδραχάς -κάτι όχι πολύ συνηθισμένο στους έλληνες ιστορικούς- παράγει και πολύ σημαντικό θεωρητικό έργο. Είναι άνθρωπος βαθιά καλλιεργημένος και έχει ευρύ στοχασμό γύρω από την Ιστορία».

Τα ΑΣΚΙ, τέλος, όπου ο Ασδραχάς εργάστηκε περίπου μια δεκαετία, εγγράφονται σε μια άλλη πλευρά του εκλιπόντος: τη σχέση του με την Αριστερά. «Είναι μια σχέση ενεργή. Ανήκει στο λεγόμενο ανανεωτικό της κομμάτι, ενώ ήδη από τα προδικτατορικά χρόνια γράφει στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Η ιδέα λοιπόν του εγχειρήματος των ΑΣΚΙ είναι εκείνη ενός αρχείου ανοιχτού, που μιλάει για πλευρές της κομματικής ιστορίας, αλλά και της ιστορίας της Αριστεράς, μέχρι τότε απρόσιτες. Για εμάς που τον γνωρίσαμε εκεί, η παρουσία του ήταν παραπάνω από καταλυτική».