Ποζάρει πάνω σε ένα καβαλέτο κάτω από τη γυάλινη οροφή του Μουσείου Τεχνών του Χάρβαρντ. Με την πρώτη ματιά, το φυσικού μεγέθους πορτρέτο του ισπανού βασιλιά Φιλίππου Γ’, έργο του Παντόχα δε λα Κρουθ (17ος αιώνας) δεν προκαλεί για κάποιον ιδιαίτερο λόγο, καθώς από πάνω ως κάτω κυριαρχούν οι αποχρώσεις του καφέ. «Οι καφέ χρωστικές ουσίες είναι βαρετές, είναι πάντα οι ίδιες: ανοιχτή και σκούρα απόχρωση», λέει ο επικεφαλής του κέντρου συντήρησης Στράους στο Χάρβαρντ, Νάραγιαν Χαντεκάρ, ο οποίος με την 20μελή ομάδα του επιβλέπει τη μελέτη και τη συντήρηση 250.000 έργων: από αρχαία ελληνικά νομίσματα έως γλυπτά του Κονσταντίν Μπρανκούζι, που ανήκουν στις συλλογές του πανεπιστημίου.

Αν είναι έτσι τότε γιατί το πορτρέτο βρίσκεται στο επίκεντρο του εργαστηρίου; Διότι ενδέχεται να κρύβει ένα μακάβριο μυστικό. Μία από τις καφέ αποχρώσεις του μπορεί να είναι το λεγόμενο «καφέ της Μούμιας», το οποίο προερχόταν από αλεσμένα απομεινάρια αιγυπτιακής μούμιας. Εμφανίστηκε ως χρωστική τον 16ο αιώνα και ήταν σε χρήση ώς τη δεκαετία του 1960 οπότε τα αποθέματα στέρεψαν. Αν και στις πηγές το συγκεκριμένο χρώμα είναι γνωστό, ουδείς ερευνητής έχει ώς τώρα καταφέρει να το εντοπίσει στην επιφάνεια ενός πίνακα. Ενα ευρετήριο όμως από το εργαστήριο του Κρουθ, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, αναφέρει στα χρώματα που χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο καφέ. Απομένει η ενδελεχής εξέταση του πορτρέτου, η οποία ίσως το αναδείξει στο πρώτο έργο όπου έχει γίνει η εφαρμογή του χρώματος.

2.500 ΣΩΛΗΝΕΣ. Το καφέ της μούμιας δεν είναι το μόνο όμως που έχει ιδιαίτερη προέλευση και βρίσκεται σε ελάχιστες ποσότητες στους περίπου 2.500 πολύχρωμους γυάλινους σωλήνες γεμάτους χρωστικές που συνθέτουν μια σπουδαία και ιδιαίτερης σημασίας συλλογή: τη συλλογή Φορμπς, η οποία ανήκει στο εργαστήριο του Χάρβαρντ. Ανάμεσά τους μπορεί να δει κάποιος την «πορφύρα της Τύρου» (μοβ), για την παραγωγή ενός γραμμαρίου της οποίας οι αρχαίοι Φοίνικες χρειάζονταν 10.000 όστρακα. Ο μύθος μάλιστα αποδίδει τον εντοπισμό της στον σκύλο του Ηρακλή, ο οποίος περπατώντας στην ακτή έφαγε ένα κοχύλι βάφοντας το στόμα του κατακόκκινο. Στα χρώματα με ιδιαιτερότητες ως προς την προέλευσή τους είναι ακόμη το ινδικό κίτρινο που παραγόταν από ούρα αγελάδων οι οποίες είχαν τραφεί αποκλειστικά με φύλλα μάνγκο και το έντονο μπλε που παραγόταν από το ορυκτό λάπις λάζουλι, το οποίο λογιζόταν πολυτιμότερο κι από το χρυσάφι.

Ο ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΤΟΥ 1895. Ποια είναι η χρησιμότητα της ιδιαίτερης αυτής συλλογής που είναι απρόσιτη στο ευρύ κοινό κι ορατή μόνο μέσω ενός γυάλινου αιθρίου δίνοντας την εντύπωση μιας πολύχρωμης εικαστικής εγκατάστασης με χιλιάδες μπουκαλάκια όλων των σχημάτων και των μεγεθών γεμάτα χρώματα; Ολα ξεκίνησαν από τον νεαρό τότε –1895 –απόφοιτο του Χάρβαρντ Εντουαρντ Βάλντο Φορμπς, ο οποίος θέλησε όχι απλώς να ταξιδέψει στην Ευρώπη για να δει διά ζώσης όσα έργα τέχνης είχε γνωρίσει από τα βιβλία, αλλά και να αποκτήσει όσα μπορούσε.

Στην πορεία διαπίστωσε πόσο εύκολο ήταν να πέσει θύμα απατεώνων και άρχισε να ασχολείται με τις τεχνικές λεπτομέρειες της ζωγραφικής ώστε να μειώσει τον κίνδυνο να εξαπατηθεί. Και πριν κλείσει η πρώτη δεκαετία του 20ού αι. ίδρυσε το πρώτο μεγάλο εργαστήριο συντήρησης έργων τέχνης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συλλογή του με χρωστικές ουσίες μπορεί να είναι από τις σημαντικότερες και διαρκώς να εμπλουτίζεται τόσο με συνθετικά χρώματα που μπήκαν στα εργαστήρια των ζωγράφων ασχέτως με το αν ο αρχικός προορισμός τους ήταν να βάψουν σπίτια, αυτοκίνητα ή σκάφη, όσο και με χρώματα που έχουν ακόμη και προκαλέσει την εικαστική κοινότητα όπως το «απόλυτο μαύρο», δικαιώματα χρήσης του οποίου έχουν παραχωρηθεί αποκλειστικά στον διεθνούς φήμης γλύπτη Ανίς Καπούρ. Δεν είναι όμως και η παλαιότερη, καθώς ο Φορμπς ξεκίνησε να συλλέγει χρώματα το 1909 όταν από τους πρώτους συλλέκτες του είδους ήταν ο καθηγητής Χημείας στο Κέμπριτζ Τζιοβάνι Φραντσίσκο Βιγκάνι το 1704.

ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Οι συλλογές αυτές αναδεικνύονται πολύτιμα όπλα στο κυνήγι της αλήθειας γύρω από τη γνησιότητα των έργων τέχνης, όπως επισημαίνεται στην ιστοσελίδα Artsy, αποδεικνύοντας πως η μελέτη των χρωστικών σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ξαναγράψει την ιστορία της τέχνης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τον έλεγχο που κλήθηκε να κάνει το εργαστήριο Στράους του Χάρβαρντ σε μια σειρά έργων του Τζάκσον Πόλοκ. Οι υπεύθυνοι διαπίστωσαν πως το υλικό της δικής τους συλλογής δεν επαρκούσε και ζήτησαν βοήθεια από το Μουσείο Τέιτ του Λονδίνου, το οποίο τους διέθεσε 250 επιπλέον δείγματα. Κι όπως φαίνεται, η προσπάθεια άξιζε τον κόπο καθώς σε τρεις καμβάδες εντοπίστηκαν χρώματα που δεν ήταν διαθέσιμα στο εμπόριο μέχρι το 1960 (ο Πόλοκ πέθανε το 1956). Ακόμη κι αν τα έργα δεν αποδειχθούν πλαστά, θεωρείται βέβαιο ότι κάποιος επενέβη αργότερα και τα αλλοίωσε.