Ο κριτικός θεάτρου των «ΝΕΩΝ» έχει δει τα περισσότερα έργα του στην Ελλάδα ως επαγγελματίας κριτικός. Είχε όμως και τη μεγάλη χαρά να τον γνωρίσω από κοντά: όταν ερχόταν στη χώρα μας, τον φιλοξενούσε ο Διονύσης Φωτόπουλος στην Επίδαυρο. Εχει επομένως προσωπική άποψη για τις αισθητικές του προτιμήσεις, τον τρόπο που σκεφτόταν.

«Ανήκει, μαζί με τον Πίτερ Μπρουκ, στους μεγάλους «πατέρες» του σύγχρονου αγγλικού θεάτρου –ίσως και του ευρωπαϊκού. Οχι μόνο εξαιτίας των προβλημάτων που οι δυο τους έλυσαν σε σχέση με το σαιξπηρικό ζήτημα. Αλλά και επειδή έστησαν ουσιαστικά το Φεστιβάλ και τη Βασιλική Εταιρεία Σαίξπηρ. Μετάλλαξαν τη μέχρι τότε οπτική στα σαιξπηρικά έργα και δημιούργησαν μια μοντερνική άποψη.

Προηγουμένως, οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι ο Σαίξπηρ είναι ένας μελωδικός ποιητής κι έδιναν έμφαση στη μουσική της γλώσσας του. Ο Χολ και ο Μπρουκ τον πλησίασαν ρεαλιστικά. Περισσότερο δραματουργικά και όχι λυρικά. Από εκεί και πέρα, ο Χολ είναι και σε κάτι άλλο πρωτοπόρος. Είναι αυτός που έφερε ουσιαστικά τον μοντερνισμό του ευρωπαϊκού θεάτρου στην Αγγλία. Που πρωτοέδειξε τους σύγχρονους άγγλους συγγραφείς, όπως ο Πίντερ και βεβαίως ο Μπέκετ. Ο Μπέκετ πρωτοανέβηκε ουσιαστικά και έγκυρα από τον Χολ».

Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στέκεται ιδιαίτερα στον τρόπο με τον οποίο ο Πίτερ Χολ προσέγγισε το αρχαίο ελληνικό δράμα και ειδικά την «Ορέστεια»: «Ο τρόπος που προσεγγίζεται αυτό το έργο, από την αρχή του αιώνα μέχρι σήμερα, είναι κριτήριο της θεατρικής αισθητικής. Οταν ο Χολ την έφερε στην Επίδαυρο –στην περίφημη μετάφραση του Τόνι Χάρισον, ενός πολύ μεγάλου ποιητή και πρωτοπόρου στη μετάφραση του αρχαιοελληνικού τραγικού λόγου στην Αγγλία -, την ανέβασε με μάσκες και κοθόρνους. Οχι όμως σαν παλαιοποίηση ή προσπάθεια αρχαιολογικής έρευνας. Επρόκειτο για μοντερνισμό, όπως θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μοντερνισμό στον Πικάσο, στη σειρά πινάκων με επιρροές από τα ξόανα της Αφρικής. Με τέτοια αντίληψη προσέγγισε ο Χολ το κείμενο. Με μουσική αντίληψη του λόγου και με αφαίρεση στη χορογραφία και την υποκριτική».

Υπενθυμίζει, τέλος, ότι ο Χολ ήταν ο πρώτος που ανέβασε Αριστοφάνη στην Αγγλία. «Στη χώρα υπήρχε λόρδος λογοκριτής, ο οποίος απαγόρευε οποιαδήποτε λέξη ή αντικείμενο που είχε να κάνει με το σεξ. Ηταν μια βικτωριανή παράδοση. Δεν μπορούσε να περάσει ούτε καν η λέξη «πέος». Οταν καταργήθηκε ο θεσμός, περίπου στη δεκαετία του 1980, ο Χολ θέλησε να ανεβάσει τη «Λυσιστράτη» και δεν έβρισκε κανέναν μεταφραστή, κανέναν εγγλέζο κλασικιστή. Τελικά, τη μετέφρασε ένας ινδός καθηγητής κλασικών σπουδών. Και επειδή δεν υπήρχε εικαστικός στην Αγγλία πρόθυμος να φτιάξει φαλλούς, άνοιξε η μεγάλη τύχη του Διονύση Φωτόπουλου. Εκείνος έκανε τα κοστούμια της «Λυσιστράτης». Ηταν ένας πρωτοπόρος, ένας μοντέρνος άνθρωπος ο Πίτερ Χολ. Γεμάτος χιούμορ και με μεγάλη αγάπη για τον τόπο μας. Οχι τουριστική ή αρχαιοελληνική. Αγαπούσε τον σύγχρονο Ελληνα».