Θα μπορούσε να είναι ένας πλανόδιος μουσικός ο νεαρός άνδρας με το καπέλο που καθόταν μπροστά στο λιμανάκι της Παλαιάς Επιδαύρου παίζοντας χανγκ –ένα μεταλλικό μουσικό όργανο που μοιάζει παραδοσιακό αλλά γεννήθηκε πριν από 17 χρόνια στην Ελβετία. Ηταν όμως εκείνος που υποδεχόταν τους περισσότερους από τους 140 προβλεπόμενους συμμετέχοντες στο δρώμενο, με το οποίο ξεκινούσε προαιρετικά κι ανορθόδοξα η παράσταση «Αφιξις» της Ιούς Βουλγαράκη, στο μικρό θέατρο της Επιδαύρου.

Δίπλα στο κύμα, πάνω σε επτά σχολικές καρέκλες, οι ηθοποιοί της παράστασης ανέβηκαν όχι για να πουν το ποίημά τους, αλλά για να διηγηθούν εν χορώ και με χιούμορ το πώς ο πολυμήχανος Οδυσσέας βρέθηκε στις ακτές της Ιθάκης. Ο κύκλος γύρω από τους συντελεστές διαλύθηκε όταν οι θεατές κλήθηκαν να ακολουθήσουν από έναν διαφορετικό «ραψωδό». Το μπλε σκούρο χρώμα (είχαν διανεμηθεί χαρτάκια στην αρχή) είχε αρχηγό τον Αργύρη Ξάφη που όταν δεν τραγουδούσε –οπότε κι έπρεπε να τον ακολουθούμε στα χωμάτινα μονοπάτια που οδηγούν στο θεατράκι –κάναμε στάσεις για να τον ακούσουμε ως άλλο Οδυσσέα να διηγείται τις πρώτες του σκέψεις σαν έφτασε στην Ιθάκη και τη συνάντησή του με την Παλλάδα.

Ηθοποιοί – ραψωδοί και θεατές που πλέον είχαν γίνει μια παρέα έπειτα από λίγο χρειάστηκε να χωριστούν. Οι ηθοποιοί για να ετοιμαστούν για την παράσταση που ξεκίνησε 40 λεπτά αργότερα. Κι οι θεατές –το Σάββατο περί τους 650 και την Παρασκευή 400 –για να προμηθευτούν νερό από το μηχάνημα που είχε εγκατασταθεί επιτέλους στην είσοδο του χώρου.

Μπροστά από το σκηνικό με νέον –περιγράμματα του παλατιού αλλά και του τόξου του Οδυσσέα –και δίπλα στο τραπέζι με τα στοιχισμένα ποτήρια με κόκκινο κρασί, σε υπόμνηση των συμποσίων των μνηστήρων ο Αργύρης Ξάφης – Οδυσσέας δέχεται τις περιποιήσεις της παραμάνας Ευρύκλειας (Μαίρη Μινά) μέχρι να σβήσουν τα φώτα. Κι οι υπόλοιποι της ομάδας (Γιώργος Δικαίος, Αλέξανδρος Λογοθέτης, Γιώργος Μπινιάρης, Γιώργος Παπαγεωργίου) μπαίνουν με κινήσεις θεάτρου σκιών κι εντελώς κωμική διάθεση σε μια από τις λιγοστές παραφωνίες της καλοφτιαγμένης παράστασης. Η Πηνελόπη (Δέσποινα Κούρτη) ανακοινώνει στους μνηστήρες ότι θα πρέπει να δοκιμαστούν με το τόξο του συζύγου της και κάπου εκεί –με τον λόγο του Ομήρου μεταφρασμένο από τον Δημήτρη Μαρωνίτη –ξεκινά η μνηστηροφονία. Γρήγορη στους ρυθμούς της, με σχεδόν ισάξιο πρωταγωνιστή ένα ραβδί που αλλάζει χέρια σημαίνοντας το βέλος ή το σπαθί που σπέρνει τον θάνατο και ενδιάμεσες χιουμοριστικές πινελιές και φωνητικούς αυτοσχεδιασμούς του Γιάννη Δεσποτάκη (τη μουσική υπογράφει η Σαβίνα Γιαννάτου) ο Οδυσσέας με βοηθό του κυρίως τον Τηλέμαχο, εξοντώνει τους μνηστήρες. «Φωτιά. Θέλω φωτιά να δω μες στο παλάτι», φωνάζει ο ήρωας ζητώντας την κάθαρση μετά τον φόνο, ωστόσο η αγωνία του για την επιστροφή του σε μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από εκείνη που άφησε θα ηχεί στα αφτιά των θεατών για ώρα με εκείνο το επαναλαμβανόμενο ψιθυριστό του «τότε». Το χειροκρότημα θερμό με τους θεατές να σφίγγουν το χέρι της σκηνοθέτιδος ακόμη κι έξω από το θέατρο.