Μάιος του 1977. Μόλις 49 ημέρες μετά τον ακρωτηριασμό του αριστερού του χεριού ο Γιάννης Τσεκλένης παρουσιάζει τη νέα του καλοκαιρινή συλλογή στο κατάμεστο King George. «Κατά αρρωστημένο τρόπο, είχα την πιο μεγάλη προσέλευση δημοσιογράφων από κάθε άλλη συλλογή», θυμάται καθισμένος γύρω από το γυάλινο τραπέζι του γραφείου του στον έβδομο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας στο Μεταξουργείο. «Είχαν περιέργεια να δουν το «πτώμα» και εγώ τεράστια ανάγκη, πιο πολλή από ποτέ, να ακούσω το χειροκρότημά τους», παραδέχεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια δίνοντας την εντύπωση ενός ανθρώπου που δεν του αρέσει να μασά τα λόγια του ούτε να κρύβεται πίσω από τις λέξεις. Ο ίδιος, άλλωστε, ξέρει καλύτερα από όλους πώς είναι στα 40 σου να «χάνεις ξαφνικά τη ζωή σου».

Η θεά Τύχη εκείνη τη χρονιά δεν του έκανε τα χατίρια. Κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει αυτό. Ο Γιάννης Τσεκλένης, όμως, δεν το έβαλε κάτω. Πάτησε γρήγορα το κουμπί της επανεκκίνησης έχοντας στο πλευρό του έναν μεγάλο συμπαραστάτη: τον 13χρονο τότε γιο του Κωνσταντίνο. «Η ζωή του ανθρώπου χωρίζεται σε ακμές και παρακμές. Είσαι ο μόνος άνθρωπος που γνώρισα –και ευτυχώς που είσαι πατέρας μου –ο οποίος δεν γνώρισε ποτέ την παρακμή», έγραψε αυθόρμητα σαν μικρός φιλόσοφος στο βιβλίο επισκεπτών της εκδήλωσης, δίνοντας στον πατέρα του την πιο μεγάλη καμτσικιά της ζωής του. Αυτή, δηλαδή, που τον ανάγκασε να γυρίσει μια και καλή την πλάτη του στο παρελθόν και να αναλάβει εκ νέου τις ευθύνες του.

Οταν μιλά για τον Κωνσταντίνο, ο Γιάννης είναι χειμαρρώδης, γεμάτος ενθουσιασμό. Οχι σαν τους κλασικούς πατεράδες που περηφανεύονται συχνά χωρίς λόγο για τα κατορθώματα των παιδιών τους. Ο Κωνσταντίνος άλλωστε έχει κερδίσει προ πολλού τον σεβασμό του πατέρα του. Από τότε κιόλας που του αρνήθηκε ευθέως να μπει στο «άρμα Τσεκλένης».

«Δεν ήθελε να μπει σε αυτή τη δουλειά. Μου το ξεκαθάρισε από την αρχή. Είχε τη σοφία να καταλάβει πως μια ζωή θα τον έχω καπελωμένο. Πως μια ζωή θα είναι το παιδί του πατέρα του, κάτι που δεν το ήθελε με τίποτα. Οπως και εγώ φυσικά».

Αν και σήμερα μιλούν απαραιτήτως στο τηλέφωνο δυο φορές την ημέρα, η σχέση τους δεν υπήρξε πάντα το ίδιο στενή. Πριν από πολλά χρόνια, όταν ο Κωνσταντίνος αποφάσισε για αρκετούς μήνες να κόψει κάθε επαφή με τον πατέρα του, πέρασαν μια πολύ δύσκολη φάση που έβαλε όμως, όπως αποδείχθηκε, τα γερά θεμέλια της σημερινής τους σχέσης.

«Του ταχυδρομούσα για καιρό γράμματα που μέσα στους φακέλους είχαν μόνο χρωματιστά ερωτηματικά. Τίποτα περισσότερο. Υστερα από λίγο, τελικά μου έγραψε πως πρέπει να του αναγνωρίσω την ανάγκη να δημιουργήσει σε αυτή τη ζωή τις δικές του ουλές. Να τραυματιστεί ο ίδιος και να πάψει να μαθαίνει μέσα από τις δικές μου. Δούλεψε σκληρά, έσπασε τα μούτρα του, ταλαιπωρήθηκε, αλλά πλέον η δουλειά του δικαιώνεται. Για μένα ο Κωνσταντίνος έχει καταφέρει κάτι πολύ σημαντικό: απαθανατίζει με τον φακό του τη λατρεία που και εγώ και αυτός έχουμε για την Ελλάδα. Εκείνος βέβαια επεκτάθηκε και στη γαστρονομία της».

Πίνοντας λίγες γουλιές από τον ζεστό καφέ που του ετοίμασε ο πατέρας του, ο Κωνσταντίνος φέρνει στο μυαλό του όλα εκείνα τα μαθήματα ζωής που πήρε από τον Γιάννη Τσεκλένη. Με πρώτο και βασικότερο πως «δεν τρέχει και τίποτα αν δεν έχεις ένα χέρι».

Αφορμή στάθηκαν, όπως θυμάται, τα πρώτα οικογενειακά μπάνια στη Βουλιαγμένη, μόλις λίγους μήνες μετά την επέμβαση. «Μου στοίχισε πολύ αυτό που έγινε. Ως εικόνα όμως το είχα δεχτεί. Αυτό που με φόβιζε ήταν η αντίδραση του κόσμου και του πατέρα μου. Ηθελα να δω τι θα γίνει, να το ξεκαθαρίσω μια και καλή μέσα μου. Τελικά δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο. Ο πατέρας μου ξεβρακώθηκε, βούτηξε και κάναμε σκι σαν να μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Είναι μια έντονη ανάμνηση που με βοήθησε πολύ στη μετέπειτα ζωή μου», εξομολογείται ο Κωνσταντίνος που θεωρεί τον πατέρα του πέρα από σπουδαίο δημιουργό και έναν σημαντικό οδοστρωτήρα σχέσεων. Εναν οδοστρωτήρα που, όπως υποστηρίζει, του έμαθε από μικρή ηλικία να αγωνίζεται, να στέκεται στα δικά του πόδια, να θαυμάζει και όχι να ζηλεύει, να ανοίγει νέους δρόμους και ενίοτε –όταν αυτό χρειαζόταν –να γκρεμίζει τους ήδη υπάρχοντες. «Οταν μαθαίνεις να γκρεμίζεις, γκρεμίζεις και τα εν οίκω που βρίσκονται στον δρόμο σου. Μόνο έτσι καταφέρνεις να πας μπροστά».

Διαφωνίες στη σχέση τους υπάρχουν πολλές. Ακόμα και κόντρες. Δεν το κρύβουν. Πολλοί μάλιστα λένε πως αν τους ακούσεις να μιλάνε, θα νομίζεις πως τσακώνονται. Κάτι τέτοιο βέβαια συμβαίνει πιο σπάνια, αφού πρόκειται περισσότερο για έντονη ανταλλαγή σκέψεων παρά για χαλασμό Κυρίου. Η σχέση τους, έπειτα από πολλά χρόνια παράλληλης παλαίωσης, μοιάζει με τα κρασιά που ωριμάζουν σε διπλανά μπουκάλια.

«Ενα παλιό κρασί είναι σαφώς πιο ώριμο από ένα καινούργιο. Παρ’ όλα αυτά, στην πορεία εξέλιξής τους παλαιώνουν και τα δυο ταυτόχρονα αναδεικνύοντας το καθένα τα δικά του αρώματα. Αν το αποδεχτείς, τότε έχεις πιάσει την ουσία της σχέσης».