Αυτή: «Είναι πιστόλι αυτό στην τσέπη σου ή απλώς χαίρεσαι που με βλέπεις;». Αυτός: «Το πρόσωπό σου είναι ένα όνειρο που θα μεταμορφώσω σε καθιστικό». Φράσεις από το ρεπερτόριο δύο εκ των μεγαλυτέρων ατακαδόρων της ιστορίας, φράσεις όμως που μεταξύ τους ουδέποτε αντάλλαξαν.

Από τη μια είναι η Μέρι Τζέιν Γουέστ, γνωστή ως Μέι Γουέστ (1893 – 1980), προκλητικό σύμβολο του σεξ, ιδιόρρυθμη ντίβα, φορέας ενός σκανδαλιστικού και ώριμου αισθησιασμού και ικανή να αλλάξει τις τύχες των μεγαλύτερων αμερικανικών εταιρειών με ταινίες ίσως όχι και τόσο αξέχαστες («Δεν είμαι άγγελος» ή «My little chickadee») αλλά σίγουρα γεμάτες αμφισημίες και υπονοούμενα. (Από το ρεπερτόριό της και πάλι: «Ανάμεσα σε δύο πειρασμούς, επιλέγω αυτόν που δεν έχω ακόμη δοκιμάσει» και «Η καμπύλη είναι η πιο ποθητή απόσταση μεταξύ δύο σημείων»).

Από την άλλη, βρίσκεται ο μαρκήσιος του Pύbol, γνωστός και ως Salvador Domingo Felipe Jacinto Dali Domenech ή απλώς Νταλί (1904 – 1989), ζωγράφος, μάγος του σουρεαλισμού (δημιουργός μυστικιστικών αριστουργημάτων όπως «Η αντίσταση της μνήμης» και «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» αλλά και προκλητικών όπως «Ο μέγας αυνανιστής») και συγγραφέας εκείνου του «Ημερολογίου μιας ιδιοφυΐας», γεμάτου με πολύτιμα και προκλητικά μαργαριτάρια «σοφίας» αντάξιων αυτών της Γουέστ – όπως, «η μοναδική διαφορά μεταξύ εμού και ενός τρελού είναι ότι εγώ δεν είμαι τρελός» ή «επιθυμώ το κάθε χτύπημα του πινέλου να αποδίδει την τέλεια εικόνα των αρχιδιών της ζωγραφικής».

Η συνάντηση της προκλητικής ηθοποιού και του πληθωρικού καλλιτέχνη, προπομπός κατά κάποιο τρόπο της σχέσης που θα αναπτυσσόταν μερικά χρόνια αργότερα μεταξύ του Αντι Γουόρχολ και της Μέριλιν Μονρόε, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία – κατασκευή ενός από τα χαρακτηριστικότερα σύμβολα του σουρεαλισμού, το «Πορτρέτο της Μέι Γουέστ, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαμέρισμα» (1935) και στο οποίο η αμερικανίδα ντίβα παρουσιάζεται σαν δωμάτιο με καναπέ σε σχήμα χειλιών και με άλλα έπιπλα που στο σύνολο τους αναπαράγουν το ίδιο της το πρόσωπο.

Εχοντας μετατραπεί κυριολεκτικά σ’ ένα διαμέρισμα – εγκατάσταση στο Μουσείο Νταλί στο Φιγκουέρας (αντιγράφηκε στη συνέχεια στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο), εκείνο το «Πορτρέτο» συνεχίζει να κρύβει (και να αποκαλύπτει) μυστικά και μυστήρια, πίσω από τα μάτια – κάδρα, τα μαλλιά – κουρτίνες, το τζάκι – μύτη, το στόμα – καναπέ. Το πιο πρόσφατο: σύμφωνα με τον Βιντσέντσο Τριόνε, επιμελητή της τελευταίας έκθεσης αφιερωμένης στον Νταλί που πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 2010 στο Μιλάνο, ο Νταλί τη δική του Μέι την είχε φανταστεί διαφορετικά, με δύο τηλεοράσεις στη θέση των ματιών, και έτσι τελικά την ανακατασκεύασε (για πρώτη φορά) στο Παλάτσο Ρεάλε.

Το γεγονός επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία του αρχιτέκτονα και σχεδιαστή Οσκαρ Τουσκέτ Μπλάνκα, συνεργάτη του ζωγράφου εκείνη την εποχή, καθώς και από ένα άρθρο που κυκλοφόρησε στις 10 Οκτωβρίου 1974 στην εφημερίδα «La Actualidad Espanola» όπου ο ίδιος ο Νταλί γράφει για το σπίτι – μουσείο στο Φιγκουέρας και τα μυστικά του. Ενστάσεις όμως εξέφρασε και η Μέι Γούεστ, καθώς δεν επιθυμούσε το πρόσωπό της να είναι ένα οποιοδήποτε δωμάτιο αλλά το μπάνιο, γεγονός που το εκμυστηρεύτηκε στον Νταλί στη διάρκεια της μοναδικής συνάντησής τους στο Χόλυγουντ, αρχές του ’30.

Η Μέι θα προτιμούσε η μύτη της να μην ήταν τζάκι αλλά νιπτήρας και ο Νταλί αντί για μάτια – πίνακες ήθελε μάτια – τηλεοράσεις. Παρ’ όλα αυτά, το αποτέλεσμα παραμένει εκπληκτικό. Τόσο ώστε να έχει επιτρέψει στον «πολύμορφα διεστραμμένο», όπως ο Νταλί αρεσκόταν να τον αποκαλούν, να προλάβει, δεκαετίες πριν, τον μοντερνισμό της ποπ αρτ, αλλά και να συνεχίσει τη μάχη του «ενάντια στο μοντέρνο πνεύμα και στην αδιάφορη γεωμετρία του ορθολογισμού». Κι όλο αυτό χάριν μιας ηθοποιού, διάσημης για τα πικάντικα υπονοούμενα και τις προκλητικές ατάκες, ενός ειδώλου του μιούζικαλ που κατέληξε στη φυλακή για προσβολή των ηθών και που αποκλείστηκε από το Μπρόντγουεϊ εξαιτίας ενός έργου πάνω στην ομοφυλοφιλία («Drag»).

Πιο απλά, όλα θα μπορούσαν να οφείλονται στην αγάπη του Σαλβαδόρ Νταλί για το σινεμά, μια αγάπη που θα τον ωθήσει να γράψει τον «Ανδαλουσιανό σκύλο» με τον Μπουνιουέλ, να είναι συμπαραγωγός της «Χρυσής Εποχής (L’ Age d’ or)», εμπνευστής της ονειρικής αλληλουχίας στη «Νύχτα αγωνίας» του Χίτσκοκ και δημιουργός ενός καρτούν για την Ντίσνεϊ («Destino») που δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ εξαιτίας έλλειψης πόρων. Ή ακόμη, το «Πορτρέτο» μπορεί να είναι απλώς η έκφραση του πάθους ενός θαυμαστή για την ντίβα του: τη Μέι Γουέστ (ήδη σε πόλεμο εκείνη, τόσο υπαινικτική και ευφυής, με τους βίαιους υπέρμαχους του πουριτανισμού και με τη λογοκρισία που κατακρεουργούσε τις ταινίες της) που εκείνα τα χρόνια, κυριολεκτικά συντάρασσε στην ταινία «Λέιντι Λου» έναν νεαρό και άγνωστο ακόμη Κάρι Γκραντ (ήταν ο αποδέκτης της περίφημης ατάκας με το πιστόλι που στη συνέχεια αναπαρήγαγε, εξίσου επιτυχημένα, και η Τζέσικα Ράμπιτ). Ισως τελικά ο Νταλί να ήθελε μόνο να είναι στη θέση του Γκραντ αντί να βρίσκεται μέσα σ’ ένα όνειρο, που στη συνέχεια μετέτρεψε σε καθιστικό.