«Πιστεύω ακράδαντα πως όταν πεθάνεις, το να δώσουν το όνομά σου σε έναν δρόμο δεν θα βοηθήσει σε τίποτα τον μεταβολισμό σου. Επίσης, αντί να ζω στις καρδιές και το μυαλό των οικείων μου, θα προτιμούσα να ζω στο διαμέρισμά μου». Οι ατάκες αυτές θα μπορούσαν να είναι και κουίζ. Του οποίου την απάντηση γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν απολαύσει τον άθεο, αναίσθητο, ερασιτέχνη κλαρινετίστα και εργασιομανή, να λέει τις ατάκες του στις ταινίες του. Αυτός ο Γούντι Άλεν κυκλοφορεί σε τρία βιβλία που κυκλοφόρησαν στην Αμερική, δύο γραμμένα από τον ίδιο και ένα με συνεντεύξεις του που έχει δώσει στον Έρικ Λαξ, «ημιεπίσημο» βιογράφο του.

Ο Γούντι Άλεν εκμυστηρεύεται στις «Συζητήσεις» του ότι οι αγαπημένες του ταινίες είναι «Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου», το «Μatch Ρoint», το «Ζέλιγκ», το «Stardust Μemories», το «Παντρεμένα ζευγάρια». Και για τον σάλο που προκάλεσε η σχέση του με τη θετή κόρη του Σουν Γι Πρεβέν, ο Άλεν δηλώνει πως «είναι ειρωνεία ότι ο γάμος μου μαζί της, που πολλοί θεωρούν παράλογο, για μένα είναι η μόνη αληθινή σχέση που πέτυχε στη ζωή μου». Τι άλλαξε όμως στον σκηνοθέτη, ο οποίος μέχρι το 1986 και την ταινία «Η Χάνα και οι αδελφές της» μπορούσε να προκαλεί μεγάλη αίσθηση στο κοινό του, καθώς είχε την ικανότητα να συλλαμβάνει το πνεύμα των καιρών; «Δεν με εγκατέλειψε το κοινό μου. Εγώ το άφησα».

Στις «Συζητήσεις» του, ο Γούντι Άλεν εξηγεί ότι ανέπτυξε μια διαφορετική σχέση με τον κόσμο φεύγοντας από τη Νέα Υόρκη. «Είναι διασκεδαστικό να βλέπεις μια νέα πόλη. Αλλά στο Λονδίνο του «Μatch Ρoint» δεν έκανα ταινία για να μπορώ να ανακαλύψω την πόλη όσο θα ήθελα.

Αν έκανα μια ρομαντική ταινία, θα ανακάλυπτα το Λονδίνο όπως παρουσίασα το Μανχάταν στο «Μανχάταν». Αλλά υπήρχε μια αφηγηματική ιστορία και δεν είχα την πολυτέλεια να αφεθώ στην περιήγηση των αξιοθέατων».

«Η άποψή μου είναι ότι είσαι αναγκασμένος να διαλέγεις την πραγματικότητα και όχι τη φαντασία.

Ακόμα κι αν η πραγματικότητα σε πληγώνει στο τέλος, γιατί η φαντασία σε οδηγεί στην τρέλα. Μεταφέρω με ευκολία τον εαυτό μου μέσα σε μία φανταστική ιστορία, όταν γράφω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά μοιάζει με αυτό που κάνει ένα γραφίστας καλλιτέχνης όταν προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κολλάζ ή δουλεύει πάνω σε έναν πίνακα. Έτσι θέλω να ξαναγυρίζω εκεί και να το χτίζω από την αρχή. Είναι ένα ευχάριστο συναίσθημα».