Το σενάριο της ταινίας «Μετά την επόμενη μέρα» βασίζεται σε πρόσφατες

επιστημονικές μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες το μερικό λειώσιμο των πάγων στον

Βόρειο Πόλο λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας της Γης ενδέχεται να προκαλέσει

επιβράδυνση ή και διακοπή της επιφανειακής ροής θερμών θαλασσίων υδάτων από

τις τροπικές περιοχές προς τον Βόρειο Ατλαντικό.

Οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι ενδεχόμενη διακοπή της ροής αυτής θα

προκαλούσε μέσα σε 10-20 χρόνια πτώση της μέσης θερμοκρασίας στη Δυτική Ευρώπη

κατά πέντε βαθμούς Κελσίου. Μια τέτοια πτώση της μέσης θερμοκρασίας είναι

πράγματι εντυπωσιακή, ικανή να δημιουργήσει τεράστιες αλλαγές στην οικονομική

και κοινωνική ζωή στις περιοχές αυτές.

H μυθοπλασία της ταινίας βασίζεται βέβαια σε υπερβολές (τόσο όσον αφορά στην

ταχύτητα εξέλιξης των γεγονότων, τα οποία συμβαίνουν σε λίγες μέρες, όσο και

στο μέγεθος των φυσικών φαινομένων), καταφέρνει όμως να μας κάνει να

αναρωτηθούμε: «Λες να γίνει κάτι τέτοιο;».

H ταινία προβάλλει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη B. Αμερική και τη

B. Ευρώπη που συνδέονται με τη διακοπή του Ρεύματος του B. Ατλαντικού. Ακόμα

όμως κι αν αυτό δεν συμβεί, οι παρούσες επιστημονικές εκτιμήσεις για την

εξέλιξη του κλίματος της Γης δείχνουν ότι το μελλοντικό πρόβλημα θα είναι

κυρίως η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη και ο περιορισμός των

βροχοπτώσεων σε πολλές περιοχές. Οι περιοχές που θα πληγούν περισσότερο δεν

είναι σήμερα επαρκώς οριοθετημένες, είναι όμως βέβαιο ότι τη μεγαλύτερη

δυσκολία προσαρμογής στις νέες συνθήκες θα την έχουν οι αναπτυσσόμενες χώρες,

γεγονός που θα οδηγήσει πιθανότατα σε μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών από τις

φτωχές στις πλούσιες χώρες. Σε κάθε περίπτωση, η ταινία πετυχαίνει να

αναπαραγάγει τις ανατροπές της καθημερινότητάς μας λόγω των κλιματικών αλλαγών

και να προβάλει (έστω και υπερβολικά) τις συνέπειες στην ανθρώπινη ζωή και

στις υποδομές.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες ασφαλώς έχουν ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το

φαινόμενο του θερμοκηπίου, τόσο γιατί καλύπτουν το 36% της παγκόσμιας

παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα όσο και γιατί ταυτόχρονα η αμερικανική

κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να κυρώσει το Πρωτόκολλο του Κιότο το οποίο

προβλέπει μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Για να είμαστε όμως

αντικειμενικοί δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η επιστημονική

κοινότητα στις ΗΠΑ λειτουργεί, με δημόσιο χρήμα, το πιο πλήρες σύστημα

καταγραφής του γήινου περιβάλλοντος (ατμόσφαιρα, ωκεανοί, ξηρά) που υπάρχει

σήμερα τόσο με επίγεια όσο και με εναέρια και κυρίως με δορυφορικά μέσα (μια

εικόνα της τεράστιας σημασίας ύπαρξης διαθέσιμων παρατηρήσεων πήραμε και στην

ταινία).

Επιπροσθέτως, ο τεράστιος αυτός όγκος δεδομένων που επιτρέπει να

παρακολουθούμε την εξέλιξη του καιρού και του κλίματος στον πλανήτη μας

διατίθεται ελεύθερα από τους Αμερικανούς στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα

για αναλύσεις. Την ίδια ώρα, η Ευρώπη ακολουθεί μια πολιτική προστατευτισμού

των περιβαλλοντικών δεδομένων μέσω ενός ιδιότυπου καρτέλ των μετεωρολογικών

υπηρεσιών και ορισμένων ευρωπαϊκών οργανισμών, το οποίο για ίδια συμφέροντα

(δυστυχώς και οικονομικά) περιορίζει τη ροή δεδομένων που έχουν χρηματοδοτηθεί

από εθνικούς πόρους στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα. Δυστυχώς, μεγάλο

μέρος της μετεωρολογικής και κλιματολογικής έρευνας στην Ευρώπη βασίζεται στη

χρήση δεδομένων που προέρχονται από αμερικανικά εθνικά εργαστήρια, ενώ

αντίστοιχα ευρωπαϊκά δεδομένα μένουν αναξιοποίητα.

Ο «σνομπισμός» που οι πολιτικές ηγεσίες δείχνουν απέναντι στην

επιστημονική έρευνα, ειδικά όταν αυτή θέτει ερωτηματικά για την άναρχη

ανάπτυξη και την παντοκρατορία του κέρδους αδιαφορώντας για το μελλοντικό

τίμημα, δέχεται πλήγμα στο σενάριο της ταινίας, αλλά δυστυχώς μετά την

επόμενη μέρα. Στον πραγματικό κόσμο που ζούμε θα καταφέρουμε (ως

επιστήμονες, ως πολίτες) να πείσουμε για την ανάγκη λήψης μέτρων αλλά πριν

από την επόμενη μέρα;

Ο Κώστας Λαγουβάρδος είναι ερευνητής στο Ινστιτούτο Ερευνών

Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.