«Δηλώνουμε πως είμαστε πολύ περήφανοι για την οργάνωσή μας, τον Επαναστατικό Αγώνα, είμαστε περήφανοι για την ιστορία μας, για κάθε στιγμή της πολιτικής δράσης μας. Είμαστε περήφανοι για τον σύντροφο Φούντα, τον οποίο τιμούμε και θα τιμούμε για πάντα.

Οσο και αν πιστεύουν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί ότι φυλακίζοντάς μας θα ξεμπερδέψουν πολιτικά με εμάς, κάνουν λάθος. Είτε έξω είτε μέσα από τις φυλακές ο αγώνας που για εμάς είναι ζήτημα τιμής και αξιοπρέπειας θα συνεχιστεί…».

Τα μηνύματα στην «πολιτική επιστολή προς την κοινωνία», όπως τη χαρακτήρισαν, που απέστειλαν η Πόλα Ρούπα, ο Νίκος Μαζιώτης και ο Κώστας Γουρνάς στις 30 Απριλίου του 2010, λίγες μόλις ημέρες μετά την επιχείρηση της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας που οδήγησε στην σύλληψή τους, ήταν σαφή, απειλητικά και άκρως ανησυχητικά.

Η πορεία των γεγονότων μετά την εξαφάνιση του ηγετικού ζευγαριού στις αρχές του καλοκαιριού του 2012 επιβεβαίωσε τις απειλές.

Ο Επαναστατικός Αγώνας άντεξε, επανασυστάθηκε και συνέχισε δυναμικά την ένοπλη δράση με νέες δομές και οργανωμένο δίκτυο υποστήριξης.

Το μπαράζ των συλλήψεων –έξι βασικών στελεχών του κεντρικού πυρήνα του Επαναστατικού Αγώνα στις αρχές Απριλίου του 2010 –αποδείχθηκε μια παρένθεση στην τρομοκρατική δράση της οργάνωσης και γενικότερα του εγχώριου αντάρτικου πόλης.

Αλλωστε χρειάσθηκε να περάσουν χρόνια μετά την εξάρθρωση των δύο «μητρικών οργανώσεων» της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ ώσπου να παραδεχθεί πρόσφατα ο πρώην υπουργός Δημόσιας Τάξης Νίκος Δένδιας: «Θεωρώ ότι κάναμε ένα στρατηγικό λάθος ως χώρα το 2002, θεωρήσαμε ότι ξεμπερδέψαμε με την τρομοκρατία με την 17 Νοέμβρη, δεν είδαμε τα καθαρά δείγματα…». Για να προσθέσει ότι η τρομοκρατία «αποτελεί διαρκές φαινόμενο και ουδέποτε εξαλείφθηκε».

Οι διάδοχες γενιές της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ απέκτησαν τα δικά τους χαρακτηριστικά. Ξεπερνώντας τη λογική της κλειστής οργάνωσης απλώθηκαν, έγιναν πολυμελείς οργανώσεις, απέκτησαν ανθεκτικότητα και παρά τα αλλεπάλληλα πλήγματα των Αρχών ανέπτυξαν δομές που τους επιτρέπουν να ανασυντάσσονται και να ανοίγουν νέους κύκλους ακόμα πιο βίαιων χτυπημάτων.

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ. «Μετανιώνω μόνο γιατί έκανα αυτό το τεχνικό λάθος. Για τίποτα άλλο. Και να με καταδικάσετε, που θα με καταδικάσετε δηλαδή, δεν αλλάζει τίποτε. Αλλωστε η φυλακή είναι ένα σχολείο για κάθε κοινωνικό επαναστάτη, αφού δοκιμάζεται η ψυχική του αντοχή. Και αν αντέξει, μετά πιστεύει περισσότερο σε αυτά για τα οποία φυλακίστηκε». Με αποφασιστικότητα ο Νίκος Μαζιώτης στην απολογία του για την τοποθέτηση εκρηκτικού μηχανισμού, ο οποίος δεν εξερράγη στο υπουργείο Βιομηχανίας τον Δεκέμβριο του 1997, υποστήριξε τις θέσεις του.

Το αποτύπωμα που είχε βρεθεί στη μονωτική ταινία του μηχανισμού ήταν το αποδεικτικό στοιχείο της εμπλοκής του.

Επειτα από παρακολούθηση που κράτησε έναν μήνα η Αντιτρομοκρατική τον συνέλαβε στις 13 Ιανουαρίου 1998 στο σπίτι – κρησφύγετο στο Καματερό, όπου βρέθηκαν αποθηκευμένες μεγάλες ποσότητες εκρηκτικών.

Ανάμεσα στους 16 προσαχθέντες ήταν και μια γυναίκα, η Πόλα Ρούπα. Δεν προέκυψε τότε ότι είχε κάποια εμπλοκή και αφέθηκε ελεύθερη.

Ο Μαζιώτης αργότερα με επιστολή του ανέλαβε πλήρως την πολιτική ευθύνη για όλα όσα είχαν σχέση με την υπόθεση. «Οι Αναρχικοί Αντάρτες Πόλης είμαι εγώ.

Μόνος μου κατασκεύασα και τοποθέτησα τον αυτοσχέδιο μηχανισμό στο υπουργείο Βιομηχανίας και Ανάπτυξης. Ο,τι βρέθηκε στο σπίτι της οδού Σπάρτης 13 είναι αποκλειστικά δικό μου. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ένοπλο αντάρτη, αλλά κοινωνικό αντάρτη».

Ο Μαζιώτης ήταν ανάμεσα στους 500 προσαχθέντες, μετά την κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1995. Μαζί του στους προσαχθέντες ήταν η Πόλα Ρούπα –μετέπειτα σύντροφος στη ζωή και στην τρομοκρατική δράση, και μητέρα του παιδιού του –και ο βιολόγος Λάμπρος Φούντας.

Απόφοιτος του μαθηματικού τμήματος, η Πόλα Ρούπα έζησε τα παιδικά της χρόνια στη Νέα Ιωνία Βόλου και στην Καλαμάτα. Σύντροφος του Μαζιώτη, μαζί με τον πτυχιούχο του Τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών Λάμπρο Φούντα, γιο στρατιωτικού ιατρού εν αποστρατεία, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της τρομοκρατικής δράσης.