Δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα σχηματίστηκε σε βάρος των τριών Σέρβων, μελών της διεθνούς συμμορίας «Ροζ Πάνθηρες» που συνελήφθησαν από άνδρες της Ασφάλειας Αττικής. Στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμα δύο Σέρβοι, μέλη της οργάνωσης, που δεν έχουν συλληφθεί και αναζητούνται.

Η συμμορία «Ροζ Πάνθηρες», η οποία θεωρείται ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος των διωκτικών Αρχών διεθνώς, για κλοπές τεράστιας αξίας, κοσμημάτων και έργων τέχνης, έπεσαν στα χέρια της Ασφάλειας Αττικής, μετά από μεθοδικές έρευνες και ενέδρες.

Η ομάδα έχει διαπράξει περισσότερες από 30 διαρρήξεις κοσμηματοπωλείων στην Αττική, με λεία που ξεπερνάει τα 550.000 ευρώ, καθώς και κλοπές αυτοκινήτων.

Οι δράστες εισέβαλαν στα κοσμηματοπωλεία γκρεμίζοντας τις βιτρίνες με κλεμμένα αυτοκίνητα, άρπαζαν ταχύτατα τα κοσμήματα από τις προθήκες και διέφευγαν με άλλα οχήματα.

Από την αστυνομική έρευνα προέκυψε ότι τα τελευταία δύο χρόνια, οι δράστες συνέστησαν εγκληματική οργάνωση με διαρκή και δομημένη δράση και ενεργώντας από κοινού, με διαφορετική κάθε φορά σύνθεση, διέπρατταν διαρρήξεις κυρίως σε κοσμηματοπωλεία αλλά και σε καταστήματα ένδυσης, σε διάφορες περιοχές της Αθήνας.

Πιο αναλυτικά, ως προς το στάδιο της προπαρασκευής των διαρρήξεων, προκύπτει ότιοι δράστεςεντόπιζαν περιφερειακά καταστήματα, στα οποία η πρόσβαση από την πλευρά του πεζοδρομίου δεν παρεμποδίζονταν από προστατευτικά κολωνάκια ή αλλά τεχνητά εμπόδια.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της ΕΛ.ΑΣ για τις κινήσεις τους, τη μετάβασή και τη διαφυγή τους, οι δράστες έκλεβαν αυτοκίνητα παλαιού τύπου και τεχνολογίας, τα οποία δεν διέθεταν προηγμένα ηλεκτρονικά συστήματα αντικλεπτικής προστασίας. Τα οχήματα αυτά αφαιρούσαν εύκολα με τη χρήση αυτοσχέδιου ειδικού κλειδιού πασπαρτού γνωστού και ως «polishkey», το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις εγκατέλειπαν στη μίζα των οχημάτων ή το έπαιρναν μαζί τους για να το επαναχρησιμοποιήσουν. Επίσης χρησιμοποιούσαν και κλεμμένες δίκυκλες μοτοσικλέτες.
Στη συνέχεια μετέβαιναν στα καταστήματα πρώτες πρωινές ώρες και χρησιμοποιώντας τα κλεμμένα οχήματα, είτε εμβόλιζαν τις εισόδους ή τις βιτρίνες τους – μέθοδος γνωστή ως «ramraiding», είτε παραβίαζαν τα ρολά ασφαλείας και έσπαζαν τις γυάλινες βιτρίνες με λοστούς.
Σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν ιμάντες, ορειβατικά σχοινιά ή συρματόσχοινα τα οποία προσάρμοζαν στις πόρτες και στους κοτσαδόρους των αυτοκινήτων, για να παραβιάζουν τα ρολά ασφαλείας.
Τέλος, όταν κατάφερναν να προσπελάσουν τα συστήματα ασφαλείας, εισέρχονταν στα καταστήματα και αφού αφαιρούσαν κοσμήματα και είδη ένδυσης, διέφευγαν με τα κλεμμένα οχήματα, τα οποία στη συνέχεια εγκατέλειπαν σε άλλους χώρους ή στο σημείο διάρρηξης, σε περιπτώσεις που τα είχαν χρησιμοποιήσει ως μέσο εμβολισμού.
Αξιοσημείωτα είναι και τα μέτρα ασφάλειας που λάμβαναν για να αποφύγουν τον εντοπισμό και τη σύλληψη τους, καθώς χρησιμοποιούσαν πλαστά διαβατήρια, ταυτότητες και άδειες οδήγησης, ενώ για τις επικοινωνίες τους είχαν προμηθευτεί και χρησιμοποιούσαν κινητά τηλεφώνα και συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας («ghostphones»), των οποίων τα στοιχεία αντιστοιχούσαν σε ονόματα ανύπαρκτων ατόμων.

Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα της έρευνας, διαπιστώθηκε ότι οι κατηγορούμενοι έχουν διαπράξει13 κλοπές οχημάτων(αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες),δεκατέσσερις διαρρήξεις – κλοπές σε κοσμηματοπωλεία,τρειςαπόπειρες διάρρηξης με εκτεταμένες φθορές σε καταστήματα, εκ των οποίων μια σε κατάστημα ένδυσης και δύο σε κοσμηματοπωλεία,αφαιρώντας αντικείμενα η αξία των οποίων υπερβαίνει τις 550.000 ευρώ.