Ενας νέος ρύπος που συνδέεται άμεσα με τις πλαστικές συσκευασίες των τροφίμων, αλλά φθάνει και στο βρεφικό γάλα εξαιτίας των μπιμπερό, μπαίνει αυτή την περίοδο στο μικροσκόπιο των ερευνητών του ΕΦΕΤ. Πρόκειται για τη δισφαινόλη Α, που εξαπλώνεται απειλητικά.


«Αν και δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι προκαλεί βλάβη στον οργανισμό, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων μάς έχει ζητήσει να συλλέξουμε εντός του 2010 στοιχεία για τη δισφαινόλη Α», αναφέρει ο αντιπρόεδρος του ΕΦΕΤ κ. Ράλλης. Η δισφαινόλη Α είναι ένα από τα χημικά των πλαστικών που μπορεί κάτω από συνθήκες θέρμανσης κατά κύριο λόγο, αλλά και πλύσης ή και φθοράς να περάσει στο τρόφιμο ή στο ποτό και από εκεί να εισέλθει στον ανθρώπινο οργανισμό. Σε έρευνα του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ το 93% των ατόμων ηλικίας άνω των 6 ετών που εξετάστηκαν είχε ίχνη της ουσίας στα ούρα και αυτό, πιστεύουν, οφείλεται στο ότι 2,7 δισεκατομμύρια τόνοι πλαστικού παγκοσμίως κάθε χρόνο παρασκευάζεται με δισφαινόλη Α. Λένε μάλιστα ότι «αν δεν ανιχνευθεί, μάλλον δεν ζεις στον ανεπτυγμένο κόσμο». Παρά την ιδιαίτερα μεγάλη εξάπλωσή της, η αυστηρή γνωμοδότηση για τα όρια επικινδυνότητας- 50 μικρογραμμάρια ανά κιλό βάρους- που εκδόθηκε πριν από 22 χρόνια υιοθετήθηκε μόλις πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Και αυτό έγινε ενώ έρευνες από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 σε πειραματόζωα συνδέουν τη δισφαινόλη Α με ιδιαίτερα σοβαρές βλάβες στο αναπαραγωγικό σύστημα όχι μόνο της γενιάς που εκτίθεται στην ουσία αλλά και των επόμενων. Αντίστοιχα για τις διοξίνες τα όρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας μειώθηκαν κατά 60% από το 1990 στο 1998 και από τότε έχουν μείνει ίδια.

Δύο συστηματικές έρευνες. Για τη δισφαινόλη Α στην Ελλάδα έχουν πραγματοποιηθεί δύο συστηματικές έρευνες: μία το 2006 για το πώς μπορεί να ανιχνευθεί στο γάλα και άλλη μία το 2008 για τη μεταφορά της από τα πλαστικά μπιμπερό στα υγρά που περιέχουν. Και οι δύο διενεργήθηκαν από το Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών σε συνεργασία με το Γενικό Χημείο του Κράτους. Και στις δύο επικεφαλής ήταν ο επίκουρος καθηγητής Αναλυτικής Χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Νικόλαος Θωμαΐδης. «Πρέπει να εξετάσουμε τα όρια της δισφαινόλης Α προς τα κάτω καθώς υπάρχουν ενδείξεις για δυσμενείς επιδράσεις στο αναπαραγωγικό σύστημα. Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στο ότι ο πλέον συχνός αποδέκτης αυτής της επικίνδυνης ουσίας είναι βρέφη και παιδιά- η πλέον ευπαθής ομάδα», λέει. Στην τελευταία έρευνα του κ. Θωμαΐδη, η οποία συμπεραίνει ότι τα βρέφη προσλαμβάνουν έως και 2,2 μικογραμμάρια δισφαινόλης Α ανά κιλό σωματικού βάρους ημερησίως ενώ το όριο είναι για όλους στα 50, βασίστηκαν οι Καναδοί για να απαγορεύσουν τα μπιμπερό που περιέχουν την συγκεκριμένη ουσία. Ακόμα τα μπιμπερό από δισφαινόλη Α έχουν απαγορευτεί στην Δανία και το σκέφτονται και στην Γερμανία. Στην Ελλάδα η αγορά είναι μοιρασμένη ανάμεσα στα πλαστικά και τα γυάλινα μπιμπερό. «Πρέπει συνεχώς να παρακολουθούμε την εξάπλωσή της αλλά και την έκθεση των βρεφών και των παιδιών σε αυτή. Επειδή η δισφαινόλη Α χρησιμοποιείται σε χιλιάδες προϊόντα η εξάπλωσή της αναμένεται να έχει πάρει πολύ μεγάλες διαστάσεις: από τα απόβλητα διαχέεται στο περιβάλλον και από εκεί στην διατροφική αλυσίδα και τον άνθρωπο», επισημαίνει ο κ. Θωμαΐδης. Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτή την περίοδο διενεργείται κλινική μελέτη όπου εξετάζονται τα δείγματα 350 Ελληνίδων για τις συγκεντρώσεις δισφαινόλης Α στο αίμα, καθώς η παρουσία της συνδέεται και με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών. θεί και τα επίπεδα σχετικά νέων ρύπων όπως τα ΡFΟS που συναντώνται σε σαπούνια και απορρυπαντικά.

22 Τα μπιμπερό από δισφαινόλη έχουν απαγορευτεί στη Δανία ενώ το σκέφτονται και στη Γερμανία

«Ζούσα μέσα στις διοξίνες για έναν χρόνο»


«Την περίοδο που έκαιγε η φωτιά στους Ταγαράδες ήμουν όλη ημέρα εκεί, μαζί με τα ζώα. Επινα νερό, έτρωγα κολατσιό, έκανα ό,τι κάνω συνήθως. Ανέπνευσα αποκαΐδια αλλά όχι πάρα πολλά- ο άνεμος φυσούσε κυρίως προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα ζώα έβγαιναν από το μαντρί και βοσκούσαν και από εκείνη την μεριά, δεν μας είχε προειδοποιήσει κανείς».

Επί δύο σχεδόν εβδομάδες κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς στη χωματερή των Ταγαράδων το καλοκαίρι του 2006, αλλά και τον επόμενο χρόνο, ο κ. Άγγελος Κοτζαμάνης ζούσε κυριολεκτικά μέσα στις διοξίνες. Το μαντρί του βρισκόταν σε απόσταση 500 μέτρων από τη χωματερή, όμως αυτός και τα ζώα του κινούνταν σε ολόκληρη την περιοχή- τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που τέθηκε το μαντρί σε καραντίνα. «Πήραν αίμα από μένα και τον αδερφό μου και το έστειλαν για αναλύσεις στον Δημόκριτο. Ευτυχώς δεν βρήκαν κάτι», λέει σήμερα. «Το κοπάδι όμως δεν είχε την ίδια τύχη. Στην εβδομάδα δε που μεσολάβησε από το σβήσιμο της φωτιάς μέχρι να μπούμε σε καραντίνα θα μπορούσα να είχα δώσει γάλα ή κρέας. Ομως ήταν γκαστρωμένα και δεν είχαμε παραγωγή», τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης.

Από αναλύσεις που έγιναν έως και τον Ιανουάριο του 2007 στα ζώα που βοσκούσαν γύρω από τη χωματερή βρέθηκαν στο γάλα και στο κρέας τους ποσότητες διοξίνης έως και 8 φορές πάνω από το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο και κατά 48 φορές πάνω από τα συνηθισμένα επίπεδα στην Ελλάδα. Στη μελέτη του υπευθύνου του εργαστηρίου ανάλυσης διοξινών του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος κ. Λ. Λεοντιάδη, η οποία διενεργήθηκε με στοχευμένες και όχι τυχαίες δειγματοληψίες στο χώρο των Ταγαράδων, αναφέρεται ότι πάνω από 80.000 κιλά γάλακτος καταστράφηκαν και περισσότερα από 1.000 αιγοπρόβατα θανατώθηκαν. «Σε κοπάδι που βρισκόταν 500 μέτρα από την πυρκαγιά και στο οποίο μετρήθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις διοξινών παρατηρήθηκε αύξηση του ποσοστού γενετικών ανωμαλιών κατά 2,5%», επισημαίνεται στα συμπεράσματα.

Σε καραντίνα. «Κάποια έβγαιναν με μακρύ ρύγχος, άλλα έμοιαζαν με σκυλιά χωρίς τρίχωμα, πρέπει να ψόφησαν καμιά 200αριά ζωντανά κατά τη διάρκεια των 8 μηνών που ήμασταν σε καραντίνα. Επειδή κανείς δεν μου είχε πει ότι πρέπει να καούν, τα έπαιρνα και τα έριχνα στην γκιόλα (σ.σ. τον λάκκο με τα αποστραγγίσματα της χωματερής)», λέει ο κ. Κοτζαμάνης και υποστηρίζει ότι καθ΄ όλη τη διάρκεια της καραντίνας χρεώθηκε με περισσότερα από 50.000 ευρώ για τις ανάγκες των ζώων, χωρίς να υπολογίζει τα διαφυγόντα κέρδη από το εμπόριο γάλακτος και κρέατος. «Οταν κατέβηκα στο υπουργείο, μου είπαν ότι δεν υπάρχει νόμος για αποζημιώσεις από διοξίνες και αναγκάστηκαν να τα γράψουν διαφορετικά- έτσι πήρα 90.000 ευρώ. Ομως δεν φταίω εγώ για την πυρκαγιά και έχασα πάνω από 1.000 μεγάλα και 800 νεογέννητα ζώα. Εδώ και πέντε χρόνια βρίσκομαι στα δικαστήρια για τις αποζημιώσεις που διεκδικώ και ακόμα δεν έχει βγει απόφαση».

«Βρέθηκε στο αίμα μου DDΤ»


«Ηθελα να μάθω τι είδους και πόσα χημικά έχουν εισχωρήσει στους οργανισμούς μας από αυτά που τρώμε. Ετσι αφού συνεννοήθηκα με τη μητέρα μου και την κόρη μου πήραμε την απόφαση να συμμετάσχουμε στο ερευνητικό πρόγραμμα μαζί με άλλες ευρωπαϊκές οικογένειες», λέει στα «ΝΕΑ» η κ. Πόπη Βογιατζή, στο αίμα της οποίας ανιχνεύθηκαν οι λιγότερες χημικές ουσίες από όσους εξετάστηκαν στην πανευρωπαϊκή έρευνα του WWF το 2005». Αντίθετα με τη μητέρα, στην οποία βρέθηκαν 19 επικίνδυνα χημικά, στη γιαγιά Σμαρώ εντοπίστηκαν 39- τα περισσότερα από όλους τους συμμετέχοντεςενώ στην κόρη Ελευθερία 24.

«Η μητέρα μου γεννήθηκε το 1946 και μεγάλωσε πίσω από τα εργοστάσια στη Δραπετσώνα, όμως δεν είμαι σίγουρη ότι αυτός είναι και ο λόγος που ανιχνεύθηκαν όλα αυτά στο αίμα της. Απ΄ ό,τι θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ψέκαζε ολόκληρο το σπίτι με DDΤ, ίχνη του οποίου βρέθηκαν σε μένα αλλά όχι και στην κόρη μου. Η Ελευθερία είχε πιο νέους ρύπους στον οργανισμό της όπως έδειξαν οι εξετάσεις», αναφέρει η κ. Πόπη Βογιατζή. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των αναλύσεων αίματος, στην κόρη βρέθηκαν επιβραδυντές φλόγαςπου χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο στα πλαστικά- σε μεγαλύτερες ποσότητες από τα άλλα μέλη της οικογένειας. Η γιαγιά επίσης βρέθηκε με τον μεγαλύτερο αριθμό ΡCΒs, ενώ και στις τρεις εντοπίστηκαν υπολείμματα παρασιτοκτόνων.

«Δεν κάναμε τις εξετάσεις επειδή μας έπιασε πανικός ή από υπερβολική ανησυχία. Απλά θέλαμε να γνωρίζουμε. Η γιαγιά σήμερα είναι μια χαρά στην υγεία της, δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα, ενώ η κόρη μου προσέχει ιδιαίτερα τη διατροφή της και αθλείται», επισημαίνει η κ. Βογιατζή.

Θάνατοι από υπερβολική δόση διοξινών


«Oι διοξίνες είναι οι πιο επικίνδυνοι περιβαλλοντικοί ρύποι και αυτό οφείλεται στην ισχυρότατη τοξικότητά τους. Ιχνη τους ανιχνεύονται σχεδόν παντού, στον αέρα, στο έδαφος, σε όλες τις τροφές. Οι σοβαρές επιδράσεις τους στην ανθρώπινη υγεία έχουν αποδειχθεί στα ατυχήματα του Μποπάλ και του Σεβέζο όπου υπήρξαν άμεσοι θάνατοι λόγω υπερβολικής δόσης διοξινών που προκάλεσαν κατάρρευση του ανοσοποιητικού. Η πιο ήπια επίπτωση είναι η χλωρακμή και ακολουθούν τα προβλήματα στην ανάπτυξη, ανωμαλίες στο νευρικό και το αναπαραγωγικό σύστημα, και η καρκινογένεση», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο κ. Λεόντιος Λεοντιάδης, υπεύθυνος του Εργαστηρίου Φασματομετρίας Μάζας και Ανάλυσης Διοξινών στο ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος.

Από δημοσιευμένη εργασία του κ. Λεοντιάδη, προκύπτει ότι οι συγκεντρώσεις της καρκινογόνου ουσίας στα ελληνικά δείγματα είναι έως και κατά 95% χαμηλότερες από τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Η μεγαλύτερη ποσότητα διοξινών και ΡCΒs στην Ελλάδα βρέθηκαν σε ιχθυέλαιο (4,7 πικογραμμάρια με όριο τα 12), ενώ η μέγιστη ποσότητα διοξινών σε δείγμα της πανευρωπαϊκής έρευνας στο συγκεκριμένο τρόφιμο ανερχόταν σε 32 πικογραμμάρια.

«Τα επίπεδα της ουσίας στο αίμα των Ελλήνων δεν είναι τόσο χαμηλά όσο στα ελληνικά τρόφιμα- και αυτό οφείλεται στα εισαγόμενα που τρώμε καθώς έχουν υψηλότερα επίπεδα», λέει ο κ. Λεοντιάδης.