Το γλαύκωμα αποτελεί μια ομάδα από ασθένειες, οι οποίες έχουν κοινό

χαρακτηριστικό την πρόκληση βλαβών στο οπτικό νεύρο και τη σταδιακή τύφλωση.

Υπολογίζεται ότι από γλαύκωμα πάσχει το 4% έως 5% των ενηλίκων – περίπου 67

εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. H ενδοφθάλμια πίεση μετριέται σε

χιλιοστά της στήλης υδραργύρου (mmHg). Έως πρότινος επικρατούσε η άποψη ότι οι

φυσιολογικές τιμές της είναι μέχρι 22 mmHg, γι’ αυτό και δινόταν θεραπεία σε

όσους είχαν τιμές υψηλότερες από αυτές. Ωστόσο, αυτό σήμερα δεν θεωρείται

σωστό. Έχουν πια αναγνωριστεί δύο είδη χρόνιου γλαυκώματος: το χρόνιο γλαύκωμα

υψηλής πίεσης, που είναι το πιο συνηθισμένο και έχει τιμές ενδοφθάλμιας πίεσης

25-40 mmHg, και το χρόνιο γλαύκωμα χαμηλής ή φυσιολογικής πίεσης, στο οποίο οι

τιμές της πίεσης είναι 10-20 mmHg, αλλά έχουν προκαλέσει βλάβες στο οπτικό

νεύρο. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από τη φυσιολογία κάθε ανθρώπου: ορισμένοι

άνθρωποι έχουν πολύ ευαίσθητους ιστούς και γι’ αυτό το οπτικό νεύρο τους είναι

ευάλωτο στις βλάβες, ακόμα κι αν η ενδοφθάλμια πίεση είναι φυσιολογική, ενώ

άλλοι έχουν ιδιαίτερα ανθεκτικό οπτικό νεύρο, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται

εύκολα βλάβες, ακόμα κι αν είναι υψηλή η πίεση. Τι σημαίνουν πρακτικά όλα

αυτά; Ότι η ύπαρξη αυξημένης ενδοφθάλμιας πίεσης δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι

κάποιος έχει γλαύκωμα – μπορεί απλώς ο πάσχων να έχει αυξημένες πιθανότητες

γλαυκώματος. Το αν θα εμφανίσει γλαύκωμα ή όχι, εξαρτάται από το επίπεδο της

πίεσης που μπορεί να ανεχθεί το οπτικό νεύρο του δίχως να παρουσιάσει πρόβλημα

– και αυτό το επίπεδο είναι διαφορετικό από άνθρωπο σε άνθρωπο. Επομένως, η

επίσκεψη στον οφθαλμίατρο για ετήσιο τσεκ-απ σε άτομα ηλικίας άνω των 40 ετών,

είναι επιβεβλημένη.

Ο Ιωάννης M. Ασλανίδης είναι επίκουρος καθηγητής Οφθαλμολογίας στο

Πανεπιστήμιο Κορνέλ, στη Νέα Υόρκη