Όταν ένας ιστορικός καταπιάνεται με την έστω και επιγραμματική εξιστόρηση ενός

πρόσφατου γεγονότος, όπως είναι η διαδικασία της νέας θεώρησης του

εκπαιδευτικού συστήματος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης και το νέο, πλούσιο και

σύγχρονο εκπαιδευτικό υλικό, περιμένει κανείς να θαυμάσει την αλήθεια. Μιαν

αλήθεια τεκμηριωμένη που δεν θα βασίζεται σε εκτιμήσεις και αυθορμητισμούς.

Μιαν αλήθεια που γνωρίζουν πολύ καλά όσοι ήταν και είναι μέσα στη διαμόρφωση

του εν λόγω ιστορικού γεγονότος.

H ιστορικός κ. Ρεπούση, επίκουρος καθηγήτρια, με το άρθρο της «Εμποδίζουν την

ανανέωση στα σχολικά εγχειρίδια» («TA NEA», 14/9/04) επιχειρεί να σκοπεύσει

τον στόχο της καθυστέρησης των εγχειριδίων από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο

(Π.I.) μ’ έναν καταγγελτικό λόγο, που όμως εκπορευόμενος ατεκμηρίωτα από το

παρελθόν κατευθύνεται χωρίς δύναμη στο παρόν. Το ότι λ.χ. οι «σελίδες των

εγχειριδίων πηγαινοέρχονται δι’ ασήμαντον αφορμή» (μεταξύ Π.I. και συγγραφέων)

μπορεί να αντανακλά είτε την αναγκαιότητα βελτίωσης και επιτυχούς αποτύπωσης

του νέου χαρακτηριστικού, της διεπιστημονικής – διαθεματικής προσέγγισης της

γνώσης, δηλαδή είτε ακόμα και την αγωνία των υπευθύνων του Π.I. για την

επιδιωκόμενη άριστη ποιότητα.

Το γεγονός της καθυστέρησης ωστόσο είναι πια πραγματικότητα, καθώς τα δικά μας

χρονοδιαγράμματα έχουν διασταλεί επικίνδυνα και η κ. Ρεπούση έχει δίκαιο επ’

αυτού. Άλλωστε ένας πολύ χαλαρός ρυθμός μπορεί να οδηγήσει ακόμα και

στην ακύρωση του μεγάλου αυτού έργου που ήδη τρικλίζει. Από την άλλη μεριά

όμως δεν αποτυπώνει την αλήθεια όταν λ.χ. αναφέρεται στην «παλαιά ηγεσία του

Π.I. που κατάλαβε αργά, αλλά κατάλαβε ότι τα εγχειρίδια έπρεπε να ανανεωθούν».

Και τούτο διότι ως ιστορικός έπρεπε να γνωρίζει από τα κείμενα του Π.I., ότι ο

παιδαγωγικός σχεδιασμός της διαθεματικής προσέγγισης της γνώσης άρχισε από τον

πρώτο μήνα ανάληψης της διοίκησης του Π.I. τον Οκτώβριο του 2000. Εκτός

αν εννοούσε παλαιότερη ηγεσία, αλλά έπρεπε να το ‘χει διευκρινίσει.

Ο σχεδιασμός αυτός κράτησε περίπου 2,5 χρόνια και τον Μάιο του 2003 έγιναν οι

σχετικοί διαγωνισμοί αφήνοντας 3 μήνες για την κατάθεση δοκιμίων 30 σελίδων. H

λεπτομερής Πράξη του Συντονιστικού Συμβουλίου διασφαλίζει την

αντικειμενικότητα και την αξιοκρατία. Και οι όποιες «συνοπτικές διαδικασίες,

κενά και παραλείψεις», φωλιάζουν μόνο στη σκέψη εκείνων που δεν γνωρίζουν τα

γεγονότα. Διότι ο εν λόγω διαχειριστικός σχεδιασμός, καθώς και η υλοποίησή του

δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις, κάτι όμως που δεν γίνεται εύκολα πιστευτό σύμφωνα

με τα ειωθότα στη χώρα μας. Τα όποια μικροπροβλήματα δημιουργήθηκαν

ήταν αποτέλεσμα κυρίως τού εν λόγω έθους.

Εκείνο όμως που είναι περισσότερο απογοητευτικό είναι η άποψη της κ. Ρεπούση

ότι κακώς «μπήκαν στο ίδιο τσουβάλι νέα σχετικά εγχειρίδια που υπάρχουν στα

σχολεία μαζί με όσα υπήρχαν τη τελευταία εικοσαετία». Γνωρίζαμε ότι η κ.

Ρεπούση είναι θιασώτιδα της διαθεματικότητας, της διεπιστημονικής,

συνδυαστικής και ολιστικής δηλαδή κατάκτησης της γνώσης· προσέγγιση που

απαιτεί ειδική δομή και λειτουργία όλων των βιβλίων. Πώς όμως δεν κατανοεί ότι

ένα καινούργιο κοστούμι παλαιάς ραφής δεν γίνεται εύκολα μοντέρνο; Εκείνα τα

ελάχιστα «σχετικά νέα βιβλία» θα αποσταθεροποιούσαν το σύστημα της

διαθεματικότητας όσο καλά και να ήταν όταν γράφτηκαν.

Αυτή λοιπόν η βαθιά κατανόηση του νέου συστήματος υποφέρει. Και ας

έγιναν για πρώτη φορά πάμπολλα σχετικά επιμορφωτικά σεμινάρια σε κριτές,

συγγραφείς, υπευθύνους του Π.I., σχολικούς συμβούλους. Γι’ αυτό το πρόβλημα

εντοπίζεται κυρίως σ’ αυτό το σημείο. H θέση μας αυτή ενισχύεται και από

διάφορες αντιτιθέμενες αναλύσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας και οι

οποίες απέχουν της αλήθειας, διότι δεν συνάντησαν τη βαθιά κατανόηση του

εγχειρήματος του Π.I.

Πώς να εξηγήσει άλλωστε κανείς ότι η Ευέλικτη Ζώνη του σχολείου, που είναι ένα

ενδιαφέρον παιδαγωγικό πρόγραμμα διεπιστημονικής βάσης, βιωματικής και

δημιουργικής μάθησης, που προπορεύεται ως θεώρηση και ως πρακτική της

διαθεματικότητας, που εφαρμόσθηκε επί τριετία με ενθουσιασμό από πάμπολλους

εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς σε χιλιάδες σχολεία, δέχθηκε και αυτή πυρά

που δεν είχαν σχέση με τα παιδαγωγικά χαρακτηριστικά της; Ποιος διαμαρτυρήθηκε

για το γεγονός ότι δεν γενικεύθηκε για το τρέχον έτος, αλλά αφέθηκε να

αργοπεθαίνει; Ποιος θα στηρίξει τους πρωτοπόρους εκπαιδευτικούς που θα

αναλάβουν φέτος να δώσουν «το φιλί της ζωής» στην Ευέλικτη Ζώνη και τι θα πει

στον επικείμενο «επικήδειό» της;

Πού είναι λοιπόν ο αγωνιώδης λόγος μας για το θέμα που δεν είναι άλλο από τα

παιδιά μας; Πού είναι η ευθύνη της; Όταν φλυαρούμε μόλις αλλάξει – όπως και

φέτος – ένα τούβλο στο παραμορφωμένο εξεταστικό οικοδόμημα του Λυκείου; Όταν

αφήνουμε τα πράγματα στη τύχη τους; Όταν εκτοξεύουμε ανέξοδες κριτικές και

ατεκμηρίωτες απόψεις εναντίον μιας συλλογικής προσπάθειας; Δεν γινόμαστε όμως

έτσι συνυπεύθυνοι ενός δράματος που θέλει τα παιδιά μας να μη μαθαίνουν

σωστά μέσα από το απηρχαιωμένο εκπαιδευτικό μας σύστημα με ό,τι αυτό

συνεπάγεται για τη χώρα μας;

Ο Σ. N. Αλαχιώτης είναι καθηγητής Γενετικής του Πανεπιστημίου Πατρών,

πρώην πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.