Έζησα από μικρός την απομόνωση και την εγκατάλειψη της επαρχίας στη

δεκαετία του ’60, στους Χριστούς Πραμάντων Ιωαννίνων, όπου και έβγαλα το

Δημοτικό.

Στις τάξεις του Γυμνασίου, ως «οδοιπόρος μεγάλων αποστάσεων» στην αρχή, και

«αθλούμενος» στον ανώμαλο δρόμο, ή καλύτερα στον δρόμο των «δύσβατων

μονοπατιών» και ως μαθητής «παντός καιρού», αργότερα, μαζί με άλλα 5-6 παιδιά

του χωριού, κάλυπτα καθημερινά απόσταση γύρω στα 15 χιλιόμετρα για να πάω στο

σχολειό μου.

Τελειώνοντας τη Στ’ Γυμνασίου τότε (Γ’ Λυκείου σήμερα), ο νους μου πετάει

μακριά, στη Σκανδιναβία. Ονειρεύομαι να σπουδάσω εκεί, όπου με περιμένει ένας

φίλος μου κι εξάδελφός μου, ο οποίος μόλις πριν από ένα χρόνο επισκέπτης

(φοιτητής;) και εν τούτοις «πρόλαβε» να ζήσει τον παραδεισένιο κόσμο της

Σουηδίας και να με αναστατώσει ευχάριστα. Αυτό το ταξίδι, βέβαια, δεν έγινε

ποτέ, κι ακόμα παραμένει ανεξόφλητο γραμμάτιο και η πρόσκληση ανοιχτή.

Κατά τα άλλα, η Στ’ Γυμνασίου κυλάει πιο πολύ με την προετοιμασία μου για «τη

μεγάλη φυγή» και όχι για τις εξετάσεις μου στα ΑΕΙ. Βιαζόμουνα πολύ, βλέπετε,

και δεν μπορούσα να παρακολουθώ τους αργόσυρτους ρυθμούς του κόσμου τότε, που

άλλαζε απελπιστικά αργά για μένα.

Έτσι, με του δικού μου του μυαλού τα πανηγύρια και τις μυστικές κι

ανομολόγητες χαρές, πέρασα μια Στ’ Γυμνασίου, όπου είχα μεν την αποδοχή των

καθηγητών μου στα Μαθηματικά και τη Φυσικοχημεία, με τους οποίους είχα τις

καλύτερες σχέσεις, την αγάπη και την εκτίμησή τους, αλλά είχα παράλληλα και τη

«χλεύη» των φιλολόγων μου, καλή τους ώρα, όπου και να ‘ναι, γιατί τους

κακοποιούσα το αντικείμενό τους. Ας είναι όμως. Όταν κατάλαβα την αξία των

μαθημάτων τους, προσπάθησα να επανορθώσω και, πιστεύω, κάλυψα επαρκώς τα κενά

μου.

Πέρα όμως απ’ αυτό, το εξωτερικό «μέτωπο», είχα και το άλλο, το εσωτερικό, με

τον πατέρα μου να με γεμίζει με ερωτηματικά για το μέλλον μου και τη μητέρα

μου, σε ρόλο διαιτητή και πυροσβέστη, να επιχειρεί να συμβιβάσει τα

ασυμβίβαστα.

«Στης φτώχειας το σχολειό …»

Αφού, λοιπόν, τα «υπερβόρεια όνειρά μου» ναυάγησαν, η επόμενη χρονιά είναι

περίοδος ευθύνης με (τρικούβερτο) διάβασμα, προκειμένου να καλύψω τα

«ημαρτημένα» της προηγούμενης, της προδομένης, δηλαδή, και θνησιγενούς, λευκής

προσωπικής μου επανάστασης.

Μέσα απ’ αυτές τις συγκρούσεις και τη φουρτούνα των νεανικών μου αναζητήσεων

και αντιφάσεων, έρχεται η γαλήνη και για την οικογένειά μου, αλλά, όπως

απεδείχθη, και για μένα και παίρνω τον δρόμο, άψητο παιδί ακόμα, με μια

βαλίτσα στο χέρι και με το λεωφορείο της γραμμής, ως εσωτερικός ακαδημαϊκός

μετανάστης, για τη φιλόξενη πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία γίνεται έκτοτε η

δεύτερη πατρίδα μου, που την αγάπησα και με τιμά με την αγάπη της κι ακόμα πιο

πολύ. Και λέω, τώρα, πως ό,τι αγαπάς πολύ σού ανταποδίδει την αγάπη διπλή. Και

εδώ στάθηκα τυχερός που εκείνο το εφηβικό μου ταξίδι ­ όνειρο ζωής της Στ’

Γυμνασίου ναυάγησε και δεν έγινε ποτέ…

Και μετά, στη νέα μου πατρίδα, σπουδές, δουλειά, φοιτητική ζωή, με

προτεραιότητα πάντα τις πολιτικές και ιδεολογικές μου αναζητήσεις, σε μια

εποχή ανελεύθερη και δύσκολη για τον τόπο και τη δημοκρατία.

Εκεί, πότε στους διαδρόμους του Πανεπιστημίου και πότε στους δρόμους της

Μελενίκου, της Κασσάνδρου ή της Αγίου Δημητρίου, βιώνω τη φοιτητική ζωή,

άλλοτε με θέατρο στην «Αυλαία» ή αλλού και άλλες φορές στα πάρτι της εποχής

εκείνης, με βερμούτ, που κατέληγαν στο ψιθύρισμα (από τον φόβο των Ιουδαίων)

των απαγορευμένων τραγουδιών του Θεοδωράκη και άλλων, αφού τα όργανα της

χούντας μάς παρακολουθούσαν ως χαρακτηρισμένους και επικίνδυνους για τη

δημόσια ασφάλεια, δηλαδή για τη δική τους ανασφάλεια. Και δεν είχαν άδικο να

ανησυχούν, όπως απεδείχθη.

Επομένως, μέσα από τα «θρανία της ανάγκης και της φτώχειας το σχολειό», που

λέει και το τραγούδι, σφυρηλατήσαμε τότε το πείσμα και την απόφασή μας να

προσφέρουμε στον σύγχρονο μαθητή, φοιτητή και νέο γενικότερα αυτό που οι δικοί

μας καιροί μάς στέρησαν. Αυτόν τον αγώνα συνεχίζουμε να δίνουμε και σήμερα,

μέσα από τούτη την υπεύθυνη θέση μας και καλούμε τους νέους να δώσουν τον δικό

τους προσωπικό αγώνα για το μέλλον και τη ζωή τους, κάτω από καλύτερες,

βεβαίως, συνθήκες για τον τόπο μας.

Και να είναι σίγουροι πως η ζωή τους θα έχει αξία, αντίστοιχη με την

προσπάθεια που κάνουν και το τίμημα που καταβάλλουν, για να της δώσουν το

νόημα που οι ίδιοι θέλουν. Και τότε θα είναι αυτοί οι τελικοί νικητές και μεις

οι βοηθοί και συμπαραστάτες τους.