Μενεξελιά, ροζ και λευκά, τα ξαναβρήκα. Θύμηση σχεδόν ξεθωριασμένη των

παιδικών χρόνων, τα ζουμπούλια στις αλτάνες του πατρικού.

Και τα ία, στο ελαφρά υποκίτρινο με το κροκί στην καρδιά τους, τα λέγαμε ίτσα

και περιμέναμε ν’ ανθίσουν για να γεμίσουμε το σπίτι με τη μυρουδιά τους. Τα

ξαναβρήκα στον δρόμο, στις στενές διαχωριστικές νησίδες της ασφάλτου, κοντά σε

φανάρια, εκεί που στέκονται, κρατώντας τα, νεαροί μελαψοί άνδρες.

Την πρώτη φορά ξαφνιάστηκα, συγκινήθηκα, δεν πρόλαβα καν να κατεβάσω το τζάμι,

άναψε πράσινο. Την επομένη ­ σύμπτωση; ­ μας έφερε ο Κωστής και τα βάλαμε ­ μα

τι υπέροχα στολίδια… ­ σε μικρά βάζα, εδώ κι εκεί.

Έπειτα έγινε συνήθεια. Σα να με μάθανε κιόλας οι πλανόδιοι ανθοπώλες των

νησίδων, έρχονται γελαστοί ­ πάντα είναι γελαστοί και ευγενικοί, πάρεις δεν

πάρεις. Ποτέ δεν επιμένουν, απομακρύνονται διακριτικά, χωρίς δυσφορία, με

αξιοπρέπεια.

Περίεργο, αλλά κατέληξα να ψάχνω τις ευλύγιστες φιγούρες των νεαρών με τα

λουλούδια στους δρόμους αυτής της άξενης πόλης, μου μοιάζουν σαν ένα σημάδι

φωτεινό, ζεστό, οικείο.

Όπως εκείνοι οι υπαίθριοι «νερουλάδες» το καλοκαίρι, που μου προτείνουν το

παγωμένο μπουκαλάκι νερό την ώρα που, φρακαρισμένη στην κυκλοφορία, δίνω και

την ψυχή μου για μια γουλιά. Και τώρα, ένα ποτήρι με ζουμπούλια είναι πάνω στο

πηγμένο από χαρτιά γραφείο. Παρηγοριά;