Οι άνθρωποι που σημάδεψαν την κοινωνική και πνευματική ζωή του αιώνα που

φεύγει, όπως τους σκιαγραφούν ειδικοί συνεργάτες των «ΝΕΩΝ»

Στις 16 Απριλίου του 1900 έγιναν στη Σάμο σε ήρεμο κλίμα εκλογές στις οποίες

συμμετείχε για πρώτη φορά ως πολιτικός ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, επικεφαλής του

Κόμματος των Προοδευτικών. Γεννημένος το 1860 στο Βαθύ της Σάμου, σπούδασε

Αρχαιολογία στην Αθήνα και το Μόναχο. Διορίστηκε υφηγητής της Αρχαιολογίας στο

ελληνικό Πανεπιστήμιο και όλα έδειχναν ότι θα ακολουθούσε μια ακαδημαϊκή

σταδιοδρομία. Το 1899, η μη εκλογή του ως τακτικού καθηγητή τον αναγκάζει να

εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στη γενέτειρά του. Η Σάμος

βρισκόταν τότε υπό ηγεμονικό καθεστώς, φαινομενικά ημιαυτόνομο, στην

πραγματικότητα υπό την επιρροή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο ανώτατος

άρχοντάς της διοριζόταν από τον σουλτάνο, ήταν ορθόδοξος ­ συνήθως Φαναριώτης

­ και διοικούσε με μια τετραμελή Βουλή, η οποία εκλεγόταν κάθε χρόνο από τη

γενική συνέλευση των πληρεξουσίων. Στο νησί είχαν δημιουργηθεί δύο πολιτικές

μερίδες, ονομαζόμενες «κόμματα» στις πηγές της εποχής. Η πρώτη είχε για αρχηγό

της τον πολιτευτή Καρλοβασίων Ιωάννη Χατζηγιάννη, ο οποίος από το 1867 που

πρωτοεκλέχθηκε πίστευε ότι η Σάμος θα ευημερούσε με το ηγεμονικό καθεστώς. Η

δεύτερη, που άλλαξε πολλές φορές αρχηγό, θεωρούσε ότι η ηγεμονία ήταν ένα

προσωρινό καθεστώς και γι’ αυτό η κοινωνική ζωή του νησιού θα έπρεπε να

ευθυγραμμισθεί με αυτή του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Την τελευταία τάση

πρόβαλε ο Γιώργης Καρατζάς με τη μαχητική αρθρογραφία του από την εφημερίδα

Φως.

Στις εκλογές του 1900 επικράτησε το Προοδευτικό Κόμμα του Θ. Σοφούλη, έναντι

του Πατριωτικού του Ι. Χατζηγιάννη. Μόλις όμως άρχισε η συνέλευση δεκαεπτά από

τους πληρεξούσιους του Σοφούλη προσχώρησαν στην αντίπαλη παράταξη, η οποία και

σχημάτισε κυβέρνηση. Στις εκλογές του 1902, πάντως, θριάμβευσε το Προοδευτικό

Κόμμα και ο Σοφούλης εκλέχθηκε πρόεδρος της Συνέλευσης, δηλαδή πρωθυπουργός. Η

χατζηγιαννική μερίδα αντέδρασε με την κατηγορία ότι ο Σοφούλης και η παράταξή

του «Από του έτους 1902 εκπροσωπούσιν εν Σάμω την ενωτικήν ιδέαν και προς

τελεσφόρησιν του σκοπού τούτου εργάζονται πάντες εν κοινή μετά της Κυβερνήσεως

της Ελλάδος συνεννοήσει».

Στην πραγματικότητα, ο Θ. Σοφούλης στρέφεται προς το ελληνικό κράτος και ζητά

βοήθεια για την ανάπτυξη της Σάμου. Τότε ιδρύθηκε γεωργικός σταθμός, γεωργικό

χημείο, μετεωρολογικός σταθμός, γενικό λογιστήριο, ενώ έγινε προσπάθεια

αναδιοργάνωσης υφιστάμενων θεσμών. Οι δαπάνες για όλα αυτά ήταν υπέρογκες με

αποτέλεσμα τη λαϊκή δυσαρέσκεια που την εκμεταλλεύθηκε το κόμμα του

Χατζηγιάννη, το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 1904. Ο Σοφούλης επανέρχεται

στην εξουσία το 1906, ενώ το κλίμα με την Υψηλή Πύλη γίνεται δυσμενές.

Όταν τον Μάιο του 1908 ο ηγεμόνας Ανδρέας Κοπάσης έφερε οθωμανικό στρατό στη

Σάμο, παραβιάζοντας τα προνόμια του νησιού, επακολούθησαν συμπλοκές με νεκρούς

στην περιοχή της πρωτεύουσας. Ο Σοφούλης και οι στενοί συνεργάτες του

καταδικάζονται σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο της Σάμου. Καταφεύγει στην

Αθήνα όπου ιδιωτεύει και περιμένει να αλλάξει η δυσμενής συγκυρία.

Τον Μάρτιο του 1912 ο Κοπάσης δολοφονήθηκε από τον Σταύρο Μπαρέτη. Τον

Σεπτέμβριο ο Σοφούλης, με οπλαρχηγούς και οπαδούς του, αποβιβάστηκε στη Σάμο

και κήρυξε επανάσταση κατά του ηγεμονικού καθεστώτος. Ο τουρκικός στρατός, που

βρισκόταν στο νησί, συνθηκολόγησε και αποχώρησε, ενώ η τοπική εξουσία πέρασε

στην εκλεγμένη εθνοσυνέλευση των Σαμίων. Η κήρυξη της ένωσης της Σάμου με την

Ελλάδα έγινε επισήμως στις 11 Νοεμβρίου του 1912. Τη διακυβέρνηση του νησιού

ανέλαβε μια προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον Σοφούλη.

Ο ηγέτης του Προοδευτικού Κόμματος Θεμ. Σοφούλης, βουλευτές και πολιτικοί του

φίλοι στον κήπο του σπιτιού τού Ζήσιμου Σίδερη – Ο Σοφούλης στη Σάμο, στο

στρατηγείο του, το 1912

Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης παρέμεινε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης της Σάμου

μέχρι τον Μάιο του 1914, οπότε διορίστηκε γενικός διοικητής της Μακεδονίας,

και τον Μάιο του 1915 πρωτοεκλέχθηκε βουλευτής του Νομού Σάμου. Στα χρόνια του

Διχασμού συνέπλευσε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών

στην κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης και από το 1917 ανέλαβε τα καθήκοντα του

προέδρου της Βουλής μέχρι το 1920. Στις κρίσιμες εκλογές της χρονιάς εκείνης ο

Σοφούλης δεν εκλέγεται βουλευτής και ιδιωτεύει. Όταν το 1922 μετά τη

Μικρασιατική Καταστροφή ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Ελλάδα από το Παρίσι,

διόρισε τον Σοφούλη στη θέση του υπουργού των Εσωτερικών, θέση που κράτησε και

στη βραχύβια κυβέρνηση του Γ. Καφαντάρη. Τότε κηρύχθηκε υπέρ της κατάργησης

της βασιλείας και ανέλαβε την ηγεσία των «ακραιφνών» Φιλελευθέρων. Ο Πρόεδρος

της Δημοκρατίας Π. Κουντουριώτης ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Θ. Σοφούλη στις

24 Ιουλίου 1924, ενώ ταυτόχρονα διατηρούσε το υπουργείο Ναυτικών. Ως

πρωθυπουργός προσπάθησε ανεπιτυχώς να φέρει ήπιο πολιτικό κλίμα. Σημαντικό

μέτρο της κυβέρνησής του ήταν η απαλλοτρίωση 350.000 στρεμμάτων που δόθηκαν σε

πρόσφυγες και ακτήμονες. Παραιτήθηκε τον Οκτώβριο του 1924.

Μετά τη δικτατορία του Πάγκαλου έγινε πρόεδρος της Βουλής (1926-1928) και

υπουργός Στρατιωτικών (1928-1930) στην κυβέρνηση Βενιζέλου. Ξανάγινε πρόεδρος

της Βουλής το 1930-1932 και το 1933. Παρ’ όλο που δεν έλαβε μέρος στο

βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, δικάστηκε σε έκτακτο στρατοδικείο και

αθωώθηκε. Τότε ανέλαβε την ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Το 1936

υπέγραψε με το ΚΚΕ το σύμφωνο Σκλάβαινα – Σοφούλη, χάρη στο οποίο εκλέχθηκε

πρόεδρος της Βουλής, λίγο πριν από τη δικτατορία του Μεταξά.

Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ιδιωτεύει και παραμένει στην Αθήνα.

Συμμετείχε στην αντιστασιακή οργάνωση ΑΑΑ (Αγών, Ανόρθωσις, Ανεξαρτησία) και

είχε επαφές με το συμμαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής. Τον Ιανουάριο του

1944 κατηγορούσε το ΕΑΜ ότι απέβλεπε στην προώθηση της δικτατορίας του ΚΚΕ.

Συνελήφθη στις 19 Μαΐου 1944 από τις αρχές Κατοχής για την αντιστασιακή του

δράση και έμεινε φυλακισμένος για ένα εξάμηνο. Μετά την απελευθέρωση, τον

Δεκέμβριο του 1944, προτάθηκε ο σχηματισμός κυβέρνησης Σοφούλη, αλλά οι Άγγλοι

αρνήθηκαν. Τότε ήταν αποδεκτός στην Αριστερά ως λύση στην επερχόμενη εμφύλια

σύγκρουση. Μέχρι το 1947 ορισμένοι κύκλοι της Αριστεράς τον θεωρούσαν ως

«πατριάρχη», «πρύτανη» και «Νέστορα» της ελληνικής πολιτικής και η συναίνεσή

του εθεωρείτο απαραίτητη για κάθε πολιτική συμφωνία.

Ως πρωθυπουργός επιθεωρεί στρατιωτικά τμήματα

Το τέλος του 1944 η πολιτική πόλωση έθεσε τους Φιλελευθέρους του Σοφούλη σε

μια θέση αντιπαλότητας, τόσο απέναντι στο ΚΚΕ όσο και απέναντι στους Λαϊκούς.

Αυτή η ιδιότητα παρακίνησε τους Βρετανούς να τον αναβιβάσουν στην πρωθυπουργία

τον Νοέμβριο του 1945, σαν την τελευταία εναλλακτική λύση στη διαδικασία

κατάληψης της εξουσίας από τη Δεξιά και στον επακολουθήσαντα Εμφύλιο πόλεμο.

Τον Ιανουάριο του 1946 ο Θεμιστοκλής Σοφούλης απέρριψε την έκκληση του

Κωνσταντίνου Τσαλδάρη και του Σοφοκλή Βενιζέλου για υπόδειξη κοινών υποψηφίων

από τους Φιλελευθέρους και τους Λαϊκούς, ενώ τον Μάρτιο απέρριψε παρόμοια

πρόταση από το ΚΚΕ για εκλογική συνεργασία ανάμεσα στο ΕΑΜ και τους

Φιλελευθέρους. Η προσπάθεια του Σοφούλη να διατηρήσει απόσταση από την

Αριστερά προκάλεσε την περαιτέρω κομμουνιστική υποψία.

Μετά την επιστροφή του Γεωργίου, ο Σοφούλης έκανε ένα ακόμη βήμα προς τον έναν

από τους δύο πόλους της εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης, ανακοινώνοντας ότι

δέχεται τη νέα πολιτική πραγματικότητα και γνωστοποιώντας στον Βρετανό

πρεσβευτή ότι θα δεχόταν ακόμα και μια βασιλική δικτατορία σαν εγγύηση κατά

των «Σλάβων και του ΚΚΕ». Τον Σεπτέμβριο του 1946 πρότεινε ωστόσο στους

Λαϊκούς μια κυβέρνηση συνεργασίας, που θα έδινε αμνηστία και θα εγγυόταν για

την ασφάλεια των καταδιωκομένων. Για τους Λαϊκούς αυτό ήταν «μια εντελώς

απαράδεκτη συνθηκολόγηση» προς το ΚΚΕ.

Το ΚΚΕ ικανοποιήθηκε τον Ιανουάριο του 1947, όταν ο Σοφούλης απείχε από την

κυριαρχούμενη από Λαϊκούς κυβέρνηση του Δημητρίου Μάξιμου για τον λόγο ότι

απέρριπτε την πολιτική των Λαϊκών και δεν ήθελε η αντιπολίτευση να αποτελείται

μόνο από το ΚΚΕ. Ο Σοφούλης απαίτησε να σχηματίσει δικιά του κυβέρνηση και να

θέσει σε εφαρμογή μια πολιτική κατευνασμού που περιελάμβανε την απελευθέρωση

όλων των εκτοπισμένων και γενική αμνηστία. Ο ελεγχόμενος από την κυβέρνηση

ραδιοσταθμός τον κατήγγειλε ως «προδότη και Βούλγαρο».

Από αριστερά, Ρέντης, Σοφούλης, Τσαλδάρης και Μαυρογκορδάτος – Ιανουάριος

1947. Στο βήμα της Βουλής – 1949. Με τους Σπύρο Μαρκεζίνη και Παναγιώτη Κανελλόπουλο

Τον Ιούλιο του 1947 το ΕΑΜ έκαμε έκκληση στον Σοφούλη να αναλάβει πρωτοβουλία

για την αποσόβηση του Εμφυλίου πολέμου. Συναντήθηκε με τον Μάξιμο και οι δύο

αποφάσισαν ότι μια πολιτική λύση ήταν ακόμη δυνατή. Μετά ο Σοφούλης πήγε στον

βασιλιά Παύλο, ο οποίος αρνήθηκε να συζητήσει κάθε πρωτοβουλία, γιατί οι

Αμερικανοί δεν θα το επέτρεπαν. Ο Σοφούλης έδειχνε ότι προετοιμαζόταν για

συνεργασία με τους Λαϊκούς, αλλά ο Τσαλδάρης αρνιόταν αν δεν εγκατέλειπε τις

συμπάθειές του προς τη Σοβιετική Ένωση.

Στις 2 Αυγούστου 1947 ο Σοφούλης υπέβαλε προς το ΕΑΜ ένα σημείωμα για πιθανή

συνεργασία του Κόμματος των Φιλελευθέρων με τον συνασπισμό του ΕΑΜ, με σκοπό

την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον ίδιο, εφόσον σε σύντομο χρονικό διάστημα

θα διαλυόταν ο Δημοκρατικός Στρατός. Υποσχόταν αναγνώριση της Εθνικής

Αντίστασης, χορήγηση γενικής αμνηστίας και θέσπιση νομοθεσίας για αποφυγή

αντεκδικήσεων. Το ΕΑΜ αποδέχθηκε την πρόταση σε πολλά σημεία, ενώ σε άλλα

πρότεινε τροποποιήσεις. Οι Λαϊκοί ανησύχησαν για αυτές τις διεργασίες και

περισσότερο για τις δηλώσεις του Σοφούλη ότι ο Δημοκρατικός Στρατός θα

επικρατούσε, ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να γίνει αντισλαβικός προμαχώνας και

ότι η αμερικανική πολιτική έφερε την πρωταρχική ευθύνη για το τραγικό αδιέξοδο

της χώρας. Οι Αμερικανοί θορυβήθηκαν και απείλησαν με διακοπή της βοήθειας

προς την Ελλάδα. Έτσι, στις 4 Σεπτεμβρίου του 1947 ο Σοφούλης και ο Τσαλδάρης

αναγκάστηκαν να συμπράξουν σε κυβέρνηση συνασπισμού.

Τα Χριστούγεννα του 1947 το ΚΚΕ σχημάτισε την Προσωρινή Κυβέρνηση. Τότε ο

Σοφούλης πίεσε το ΕΑΜ να αποκηρύξει το ΚΚΕ, ενώ οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί

συμβούλευσαν την ελληνική κυβέρνηση να συντρίψει τον Δημοκρατικό Στρατό μέσα

σε έξι ή επτά μήνες. Παρ’ όλο που ο Σοφούλης και ο Τσαλδάρης συμμορφώθηκαν, ο

Σοφούλης δήλωσε ότι η κρίση θα μπορούσε να διευθετηθεί μόνο με μία συμφωνία σε

διεθνές επίπεδο. Η χώρα όμως βυθίστηκε στον Εμφύλιο πόλεμο, ενώ ο Σοφούλης που

αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας πέθανε στις 24 Ιουνίου 1949.

Βασικές Πηγές

1. Κώστας Πτίνης, Θεμιστοκλής Σοφούλης, Αθήνα 1994.

2. Thanasis Sfikas, Α Prime Minister for all time: Themistoklis

Sophoulis from Premiership to Opposition, to Premiership, 1945-1949,

Ανακοίνωση στο Συνέδριο για τον Εμφύλιο στο King’s College, 1999.

* Ο Μανόλης Βουρλιώτης είναι Ιστορικός