Ο ανεξάρτητος βουλευτής Βασίλης Κοντογιαννόπουλος και ο ευρωβουλευτής του

Συνασπισμού Αλέκος Αλαβάνος δεν διαφωνούν με την επίσκεψη του Μπιλ Κλίντον

στην Ελλάδα. Διαφωνούν όμως σε όλα τα άλλα. Ο μεν πρώτος χαρακτηρίζει

υπερβολικές τις αντιδράσεις και μιλάει «για παρωχημένα ιδεολογικά ανακλαστικά

της Αριστεράς που συναντώνται με τα εθνικιστικά ανακλαστικά της λαϊκιστικής

Δεξιάς σε έναν ακραίο και ισοπεδωτικό αντιαμερικανισμό». Αντιθέτως, ο δεύτερος

πιστεύει ότι «μια στοιχειωδώς έξυπνη κυβέρνηση το λιγότερο που θα μπορούσε να

κάνει θα ήταν να αξιοποιήσει τις ειρηνικές εκδηλώσεις των πολιτών στη

διαπραγμάτευση που θα έπρεπε να κάνει με τους Αμερικανούς».

Την Τρίτη το πρωί, στις Βρυξέλλες, στο τηλέφωνο, ήταν από «ΤΑ ΝΕΑ» και μου

ζήτησαν ένα άρθρο για την εφημερίδα του Σαββάτου, φυσικά σε σχέση με την

επίσκεψη Κλίντον. Η παράκληση ήταν να αναφέρεται όχι στο κλίμα αλλά στις

πολιτικές διαστάσεις του ταξιδιού, ελληνοτουρκικά, ελληνοαμερικανικά και

λοιπά. Είπα ναι, χωρίς να καταλαβαίνω τις δυσκολίες.

Πήρα μια καθαρή λευκή σελίδα χαρτί. Έβγαλα το καλό στιλό μου για να σκιτσάρω

τα βασικά σημεία ενός τέτοιου σημειώματος. Ερώτηση πρώτη: Γιατί προσκαλέσαμε

τον Κλίντον; Σκέφτομαι ότι δεν είμαστε εμείς που τον καλέσαμε. Αυτόκλητος

έρχεται ο άνθρωπος. Πάει στην Κωνσταντινούπολη, στη σύνοδο του Οργανισμού για

την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη και με την ευκαιρία πετάγεται κι

από μας. Σβήνω την ερώτηση ως άνευ περιεχομένου.

Παίρνω μια άλλη λευκή σελίδα. Ερώτηση δεύτερη, δηλαδή στην πραγματικότητα

πρώτη μετά τη διαγραφή της προηγούμενης. Εντάξει, έρχεται επειδή ο ίδιος το

θέλησε, ποια μπορεί να είναι για την Ελλάδα η χρησιμότητα αυτής της επαφής; Τι

μπορούμε να ζητήσουμε εμείς;

Σκέφτομαι ότι θα μπορούσε η σελίδα να ήταν γεμάτη. Η ελληνική κυβέρνηση,

αξιοποιώντας και τις φιλικές διαθέσεις που ανέδειξαν οι θεομηνίες ανάμεσα

στους δύο λαούς, θα μπορούσε με μετριοπάθεια, με σταθερότητα να εκδηλώσει την

ετοιμότητά της να δώσει το πράσινο φως στην αναβάθμιση της Τουρκίας εφόσον η

τελευταία έκανε κάποιο βήμα στην αναγνώριση του διεθνούς δικαίου και του

διεθνούς δικαστηρίου για τα ελληνοτουρκικά ή ήρε τις αντιρρήσεις της για την

ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή έστω έβαζε τον

Ντενκτάς ξανά στο τραπέζι του διακοινοτικού διαλόγου. Και θα μπορούσε, εν όψει

της κρίσιμης συνόδου κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε λίγες εβδομάδες στο

Ελσίνκι, να προσπαθήσει να αξιοποιήσει το πηγαινέλα του Κλίντον σε Ελλάδα και

Τουρκία μήπως και η κυβέρνηση της δεύτερης κάνει κάποιο βήμα.

Δυστυχώς, για πρώτη φορά η ελληνική κυβέρνηση έχει παραιτηθεί από τα βασικά

μέσα πίεσης προς την Τουρκία, με την εκ των προτέρων συναίνεσή της, ουσιαστικά

χωρίς προϋποθέσεις, στην αναγόρευση της Τουρκίας σε χώρα υπό ένταξη στην

Ευρωπαϊκή Ένωση. Έτσι απογυμνώνεται και από διεκδικήσεις και απέναντι στις ΗΠΑ

σχετικά με την Τουρκία. Αν κάποτε δοθεί ένας τίτλος στην εξωτερική πολιτική

της κυβέρνησης Σημίτη θα μπορούσε να είναι η εποχή της μεγάλης αφέλειας, της

διαγωγής κοσμιωτάτης προς την Ουάσιγκτον και του αυτοευνουχισμού.

Στην ίδια σελίδα, αφού έμεινε κενή, γράφω μια τρίτη ερώτηση: Επομένως, αφού οι

Αμερικανοί έρχονται με δική τους απόφαση, αφού εμείς έχουμε αυτοπαραιτηθεί από

κάποιο πλαίσιο διεκδικήσεων, τότε οι ΗΠΑ τι επιδιώκουν με την επίσκεψη;

Σκέφτομαι ότι αν βάλουμε σε δεύτερη μοίρα τα σχέδια της Χίλαρι να κερδίσει

τους Ελληνοαμερικανούς ψηφοφόρους στη γερουσιαστική αναμέτρηση της Νέας Υόρκης

και μια συμφωνία για την τρομοκρατία που επιδιώκουν οι ΗΠΑ κυρίως για

εσωτερική τους κατανάλωση, τότε το κύριο χαρακτηριστικό της επίσκεψης είναι ο

συμβολισμός. Ο συμβολισμός ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ μετά την περιπέτεια του

Κοσόβου πατά σταθερά σε όλα τα Βαλκάνια.

Αυτόν τον συμβολισμό έπρεπε να τον αρνηθεί ο λαός αυτού του τόπου. Το οφείλει

αυτό στα θύματα των βομβαρδισμών, στην Τίνα Λοϊζίδου, στους εγκλωβισμένους της

Καρπασίας, στις οικογένειες των Σέρβων που θα βγάλουν τον βαλκανικό χειμώνα

χωρίς πετρέλαιο, στους Τσιγγάνους και τους μετριοπαθείς Αλβανούς του Κοσόβου

που βιώνουν την πιο σκληρή εθνική κάθαρση, στους Κούρδους και Τούρκους

δημοσιογράφους που σαπίζουν στις φυλακές. Αυτόν τον συμβολισμό έπρεπε να τον

αρνηθούμε για να αναδείξουμε την προοπτική μιας άλλης πολιτικής και ειρηνικής

εξέλιξης στην περιοχή μας όπου οι ΗΠΑ, η μεγάλη δύναμη του πλανήτη, θα

μπορούσε να παίξει έναν στηρικτικό αλλά όχι κυριαρχικό ρόλο.

Μια στοιχειωδώς ευφυής κυβέρνηση το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν

να αξιοποιήσει τις ειρηνικές εκδηλώσεις των πολιτών στη διαπραγμάτευση που θα

έπρεπε να κάνει με τους Αμερικανούς.

Στην πράξη, ενώ η κυβέρνηση δεν μπόρεσε, ο λαός μας «κάνει πολιτική» με την

επίσκεψη Κλίντον. Με συναισθηματικές εξάρσεις, με μικροδιενέξεις ανάμεσα στις

δυνάμεις της Αριστεράς, με επικρίσεις από σοβαρούς και μη δημοσιογράφους και

πολιτικούς για αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Μήπως όμως, για όσους θυμόμαστε

λίγο, αυτά ακριβώς δεν ήταν στοιχεία και του Πολυτεχνείου, πριν ονομασθεί Άγιο

Πολυτεχνείο και ανέβει στο εικονοστάσι με τις αφυδατωμένες επετείους.