Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης φαίνεται πως η ελληνική κοινωνία, παρά τις

προσπάθειες που καταβάλλονται στο πολιτικό επίπεδο, κινείται στους ρυθμούς του

19ου αιώνα.

Η περιγραφική αυτή διαπίστωση θέτει μείζονα προβλήματα συνειδησιακής και

πολιτικής συγκροτήσεως της ελληνικής κοινωνίας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δεν έπεσε από τον ουρανό.

Βρήκε ενδεχομένως πρόσφορο κοινωνικό έδαφος για να αναπτύξει την εθναρχική

πολιτική δραστηριότητά του.

Και το ερώτημα που τίθεται διατυπώνεται ως εξής: πώς και γιατί ο λόγος του

Αρχιεπισκόπου βρίσκει κοινωνική απήχηση και αποκτά πολιτικό κύρος; Ποιοι άραγε

είναι οι λόγοι που πριμοδοτούν την εθναρχική δραστηριότητα του Αρχιεπισκόπου;

Πρόκειται για ερωτήματα που δεν είναι συγκυριακά, αλλά συνδέονται άρρηκτα με

τη συνειδησιακή ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας. Μια άποψη που διατυπώνεται

στα πλαίσια της πολιτικής δημοσιότητας είναι η εξής: ο Αρχιεπίσκοπος στα

πλαίσια του εφήμερου επικοινωνιακού συστήματος αναγνώρισε στον εαυτό του έναν

αστέρα που μπορεί να ομιλεί επί παντός του επιστητού.

Δηλαδή, έχουμε να κάνουμε, σύμφωνα μ’ αυτή την άποψη, με ένα φαινόμενο της

τηλεοπτικής συγκροτήσεως της κοινωνίας μας.

Η άποψη αυτή ­ θα πρέπει να μας επιτραπεί να ειπωθεί αυτό ­ ως κριτική της

ιδεολογίας είναι παρωχημένη και οι ρίζες της βρίσκονται στον ιδεολογικό πόλεμο

των δεκαετιών του ’50 και του ’60.

Ο Αρχιεπίσκοπος συμμετέχει στη δημόσια επικοινωνιακή διαδικασία και εκφράζει

τις ιδέες μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού.

Μια άλλη άποψη ­ διαφωτιστική και κανονιστική αυτή ­ υποστηρίζει ότι Εκκλησία

και Κράτος είναι δύο αυτόνομες και ανεξάρτητες οντότητες ή κοινωνικά πεδία και

δεν θα πρέπει το ένα να υποκαθιστά το άλλο στην επιτέλεση του έργου του. Ας

σημειωθεί ότι την άποψη αυτή διετύπωσε με κατηγορηματικό τρόπο ο ίδιος ο

Πρωθυπουργός της χώρας σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης.

Και οι δύο απόψεις ­ η αριστερή και η σοσιαλδημοκρατική ­ δεν θεμελιώνονται

στο εμπειρικό συγκροτησιακό υλικό της ελληνικής κοινωνίας.

Δύο πράγματα μπορούν να συμβαίνουν: είτε η πολιτική ελίτ του τόπου μας δεν

αντιλαμβάνεται σε ποια κοινωνία αναπτύσσει τη δραστηριότητά της είτε γίνεται

προσφυγή σε επιχειρήματα επικοινωνιακού διαχωρισμού που δεν μπορούν να βρουν

πρακτική εφαρμογή σε μια κοινωνία, της οποίας ο γνωστικός και συνειδησιακός

ορίζοντας είναι ο ορίζοντας της ημιτελούς εθνογένεσης.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι επί μία πενταετία η ελληνική κοινωνία ανέδειξε στο

ανώτατο δημόσιο αξίωμα ­ στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ­ τον κύριο

Χρήστο Σαρτζετάκη (1985-1990). Ο κύριος Σαρτζετάκης άρθρωσε παρόμοιο

ιδεολογικό λόγο με αυτόν που διατυπώνει ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος.

Μήπως τελικά το πρόβλημα δεν είναι πρόβλημα προσώπων, αλλά ιδεολογικών

προσανατολισμών της κοινωνίας μας; Μήπως η διαμάχη πολιτικής και

εκκλησιαστικής αρχής δεν είναι ένα πρόβλημα κατανομής ρόλων σε μια κοινωνία, η

οποία ακόμη και στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης αρνείται να εκμοντερνισθεί,

αλλά είναι ένα πρόβλημα συνειδησιακού προσανατολισμού της;

Πώς μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά το γεγονός ότι τα τελευταία δεκαπέντε

χρόνια βρέθηκαν στην κορυφή του δημόσιου βίου της χώρας μας δύο

προσωπικότητες, οι οποίες έχουν ενστερνισθεί την ιδεολογία της ημιτελούς

εθνογένεσης; Και το ερώτημα είναι: πόσο ιστορικό κύρος μπορεί να έχει το

πολιτικό εγχείρημα του Κ. Σημίτη για τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας όταν

αυτό εξαντλείται στην ενσωμάτωση της Ελλάδος στην Οικονομική και Νομισματική

Ένωση της Ευρώπης; Η διαμάχη ανάμεσα στην πολιτική και την εκκλησιαστική

εξουσία στην ελληνική κοινωνία είναι μια διαμάχη ανάμεσα σε έναν πολιτικό λόγο

του εκμοντερνισμού και σε έναν αποκαλυπτικό λόγο της απελευθέρωσης.

Εάν η περίπτωση Σαρτζετάκη μπορούσε να δικαιολογηθεί στα πλαίσια της πολιτικής

επικοινωνιακής δυναμικής του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80, η περίπτωση του

Χριστόδουλου (θα είναι Αρχιεπίσκοπος εφ’ όρου ζωής) αποδεικνύει τα όρια της

επιβίωσης της ελληνικής κοινωνίας στις συνθήκες της πλανητικής εποχής.

Ο λόγος του Αρχιεπισκόπου έχει απήχηση και γι’ αυτό δεν «φταίει» ο ίδιος (ας

το καταλάβουν επιτέλους οι αριστεροί διανοούμενοι), αλλά το επίπεδο

συνειδησιακής και πολιτικής ανάπτυξης της κοινωνίας μας. Και εάν η πολιτική

ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας κρίνεται με βάση την ιδεολογία των πολιτικών

κομμάτων, η συνειδησιακή της ανάπτυξη αποτυπώνεται στο πνευματικό επίπεδο των διανοουμένων.

Το συνειδησιακό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας δεν εντοπίζεται σε πρόσωπα:

Σαρτζετάκης, Σαμαράς (αρχηγός του κόμματος Πολιτική Άνοιξη), Χριστόδουλος,

αλλά συνδέεται άρρηκτα με το πολιτικό και διαφωτιστικό αίτημα της διάκρισης

ανάμεσα στην ιδέα της ημιτελούς εθνογένεσης από τη μια και την ιδέα του

εσωτερικού συνδέσμου ελληνικού κράτους και ελληνισμού από την άλλη. Εάν αυτή η

διαπίστωση είναι ορθή, εύλογο είναι το ερώτημα: γιατί η πολιτική ελίτ του

τόπου μας δεν θέτει ως πρωταρχικό αίτημα όχι τον διαχωρισμό Εκκλησίας και

κράτους (παλιό αριστερό αίτημα), αλλά την επανασύνδεση ελληνικού κράτους και

οικουμενικού ελληνισμού; Η ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σ’ ένα ιστορικό

σταυροδρόμι. Η περίπτωση Χριστόδουλου τής παρέχει την μοναδική ευκαιρία να

αντιληφθεί τις ιστορικές και συνειδησιακές αντοχές της.

Ο Θεόδωρος Γεωργίου είναι συγγραφέας.